Περπατούσα ώρες ατέλειωτες στο κέντρο της λατρεμένης Αθήνας
Στα αυτιά μου ηχούσαν τα τελευταία σου λόγια και προσπαθούσα να καταλάβω.
Πως δυο άνθρωποι μέσα σε δύο λεπτά γίνονται ξένοι , άγνωστοι σαν τους περαστικούς που περνούν δίπλα μου.
Σε μια στιγμή σαν να πάγωσε ο χρόνος και μαζί του και εγώ
Κάτι χάθηκε στο μοντάζ … η αλήθεια κρύβεται σε αυτά τα αμοντάριστα πλάνα που θάφτηκαν για να βγει η ταινία.
Θυμήθηκα την αρχή , την πρώτη μέρα που σε είδα , αυτό το ξένο και παγωμένο βλέμμα, το ίδιο αυτό βλέμμα.
Δεν θυμάμαι πια πολλά, μόνο την αίσθηση του κρύου που έφερες πάνω σου .
Και ξαφνικά άρχισα να κρυώνω , να τρέμω από φόβο να μην ξανά νιώσω αυτό το παγωμένο βλέμμα πάνω μου.
Λένε πως τα λόγια ξεχνιούνται, το πώς αισθάνθηκες όμως δεν θα το ξεχάσεις ποτέ.
Καλά λένε , ψιθύρισα …
Κοιτάω την όμορφη θέα της πόλης μας και δεν στεναχωριέμαι για όσα ήρθαν και έφυγαν πια από την ζωή μου. Για να φύγουν ήρθαν.
Δεν μετανιώνω για τις ευκαιρίες που έδωσα σε ανθρώπους που δεν τις άξιζαν , αν δεν τις έδινα ίσως τώρα να τους είχα σε μια θέση πλασματική και καθόλου ισάξια της πραγματικότητας.
Πρέπει τελικά να φτάνεις στο τέρμα για να εκτιμήσεις σωστά.
Πάντα τερμάτιζα, ποτέ δεν τα παράταγα στην μέση και ας έχανα ακόμα και έμενα.
Θυμάμαι τον πατέρα μου να μου λέει… τους ανθρώπους θα τους εκτιμήσεις από τον τρόπο που θα φύγουν από την ζωή σου… μου είχε φανεί τότε τόσο χαζό , νόμιζα ότι οι άνθρωποι μένουν για πάντα…
Είχε δίκιο όμως, στο τέλος μένει ότι στο τέλος μένει , λατρεμένη μου ατάκα.
Για αυτό και δεν έχω απωθημένα …
μόνο κάτι κρύα βλέμματα να με κοιτούν από μακριά αλλά να μην με αγγίζουν πια.
Ψιθύρισα ένα καληνύχτα και έφυγα.
Όχι για σένα. Αυτή την φορά για εμένα.
Καληνύχτα.