Δεν είχε αίσθηση της νύχτας.
Η μέρα είχε εισχωρήσει βαθιά μέσα της. Της έτρωγε τα σωθικά. Ο ήλιος είχε κάμψει τα πιο ζωογόνα κύτταρά της.
Στεκόταν μπροστά στο κτίριο της Πρεσβείας. Διάφανη. Ακτινογραφημένη. Μετέδιδε το φως στα δομικά υλικά. Τα κτίρια γδύνονταν τους σοβάδες τους.
Ο ουρανός αιμορραγούσε τούβλα στο πέρασμά της. Σμήνη πουλιών πετούσαν πάνω απ’ το ησυχαστήριο του προσώπου της. Διαβάτες περνούσαν από μέσα της, χωρίς να κάνουν βήμα.
Στο σώμα της άστραφτε μια παρωχημένη μελαγχολία.
Σκόπευσα τα μάτια της. Βυθίζονταν αργά στους αρμούς των πεζοδρομιακών πλακών. Ήταν φανερό. Δεν την άγγιζε η νύχτα.
Είναι η πόλη ιδιόρρυθμη. Στην Αθήνα οι νεράιδες καταργούν τα παραμύθια. Από φόβο μη ζήσουν οι απελπισμένοι καλύτερα.