Δυο χρόνια πέρασαν και όταν τον είδε ήταν σα να μην κύλησε ποτέ του ο χρόνος.
Έμειναν εκεί.. να κοιτάζονται.. άγνωστοι.
Έκανε να σαλέψει αυτός και εκείνη άπλωσε το βλέμμα της πάνω του. Χώθηκε στα δυο του μάτια και έμεινε να ψάχνει την ψυχή του. Απ’ όλα, εκείνο της έλειπε πιο πολύ.
Και αυτός, λες και έγινε μωρό που ήθελε μονάχα η ζεστασιά της για να ησυχάσει, έμεινε να χάνεται στην καρδιά της.
Απ’ όλα, οι χτύποι της όταν κοιμόταν δίπλα του του έλειπαν. Έτρεξαν τα μάτια τους για να συναντηθούν μα τα σώματα δεν κίνησαν.
Δυο μαύρα σύννεφα τα μάτια του και τα δικά της λίμνες, χείλη σφιγμένα που κάποτε σαν αντάμωναν γέμιζαν χαμόγελα και φιλιά. Μονάχα λέξεις. Μπορούν να χαθούν τα αγγίγματα;
Τα χρώματα να ξεθωριάσουν από τις εικόνες και η ζεστασιά των χειλιών σα σμίγουν να χάνεται και αυτή;
Ίσως ναι… ίσως πάλι και όχι. Μα οι χάρτες τους δείχνουν άλλες πορείες και χωρίς τα ‘πρέπει’ τους ακλουθούν.
“Μπορεί να βιάστηκα αγάπη μου..” είπε. Μπορεί.. Λύνονται τα χέρια αργά μέχρι να πάψουν τα ακροδάχτυλα να αγγίζονται.
Λύνονται και οι καρδιές η μια από την άλλη ώσπου να χτυπούν χωριστά.
Λύνονται και τα μάτια τους ώσπου οι μορφές τους να γίνουν ανάμνηση .
Δεν κράτησαν τίποτα δικό τους ..μα ούτε και τα μοίρασαν. Συναντιούνται οι άνθρωποι, φιλιώνουν και μισιούνται και με περίσσιο θάρρος φιλιώνουν από την αρχή.
Ίσως γιατί δεν άφησαν ποτέ τους την αγάπη, ίσως πάλι να μην είχαν μονάχα αυτή..
Της Μαρίας Σεμερτζίδου