ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ
Ήταν ένα βροχερό βράδυ Τετάρτης – αν θυμάμαι καλά – που περπατούσα χωρίς λόγο και συγκεκριμένο προορισμό στα στενά γύρω από την Μητροπόλεως. Κοίταζα ψηλά, χάζευα τα μπαλκόνια με τον χαμηλό φωτισμό, τα σκισμένα ενοικιάζεται, κάποιες παλιές επιγραφές που είχαν ξεμείνει εκεί από μια άλλη, ίσως, ξεχασμένη εποχή, και νοσταλγούσα, πιστεύω, αυτό που μου θύμιζαν. Περπάτησα λίγο πιο βαθιά μέσα στην Απόλλωνος, όταν στιγμή με την στιγμή, βήμα με το βήμα ξεκίνησα να ακούω μόνο τα δικά μου βήματα. Η κίνηση σαν να είχε χαθεί από τους δρόμους, ενώ οι λίγοι περαστικοί, που συναντούσα λίγα λεπτά πριν, σαν να είχαν εξαφανιστεί ως δια μαγείας. Κοντοστάθηκα πάνω στο βρεγμένο πεζοδρόμιο και αναρωτήθηκα αν αυτό το βράδυ Τετάρτης ήμουν ο μόνος που περιπλανιόταν μέσα στην πόλη. Στην γωνία Απόλλωνος και Αδριανού όλα έμοιαζαν ασπρόμαυρα. Για αυτήν την οφθαλμαπάτη θεώρησα σίγουρους φταίχτες τα φώτα και την βροχή. Έχουν την ικανότητα αυτά τα δύο φαινόμενα όταν συναντιούνται να κλέβουν από την πόλη το ελάχιστο χρώμα που διαθέτει, χαρίζοντας της ωστόσο ένα θεατρικό – λίγο Noir – σκηνικό. Για λίγα δεύτερα μέσα στα αυτιά μου έπαιξε η μουσική του Anton Karas από την ταινία ο Τρίτος Άνθρωπος, δεν πρόλαβα να φανταστώ τον εαυτό μου σαν τον άνεργο συγγραφέα που προσπαθεί να λύσει το μυστήριο και άκουσα πίσω μου έναν διάλογο. Δεν κατάλαβα τι έλεγαν αλλά οι χροιές των τριών ανθρώπων που μίλαγαν μου τράβηξαν αμέσως την προσοχή. Ελάττωσα το βήμα μου και άφησα με τρόπο να περάσουν μπροστά μου, ήταν δυο κοπέλες και ένα αγόρι, σε σχετικά νεαρή ηλικία. Ενστικτωδώς ξεκίνησα να τους ακολουθώ, νομίζω πως μεγάλο ρόλο σε αυτήν μου την απόφαση έπαιξε το θέμα της μουσικής που ακόμα σιγοάκουγα μέσα στα αυτιά μου.
Οι δυο κοπέλες ήταν εκκεντρικά και με πολύχρωμα φορέματα ντυμένες ενώ το αγόρι που όλο κάτι προσπαθούσε να πει αλλά δεν έβρισκε χώρο στην κουβέντα ήταν ντυμένο με ένα τζιν, φούτερ, πάνινα παπούτσια που αναρωτιόμουν πόσο μούσκεμα είχαν γίνει και ένα ανοιξιάτικο μπουφάν που το είχε δέσει στην μέση του.
Κάπου στο ύψος της γωνίας Μητροπόλεως και Καπνικαρέας συναντήθηκαν με ακόμα τρείς κοπέλες. Το μόνο που μπόρεσα να υποκλέψω από την σύντομη συζήτηση, πριν ξεκινήσουν πάλι να περπατάνε βιαστικά, ήταν που ρωτούσαν ο έναν τον άλλον αν όλα ήταν εντάξει. Η μία από τις καινούργιες της παρέας είπε ένα σοβαρότατο όσο και αναμφισβήτητο “ναι” και όλα έληξαν εκεί.
Δεν περπάτησαν για πολύ ακόμα, στην εκκλησία της Παναγίας της Καπνικαρέας σταμάτησαν άρχισαν να κοιτιούνται χωρίς κάποιον εμφανέστατο λόγο και λίγο μετά πήραν ο κάθε ένας από μια θέση στον χώρο. Μια θέση που ήμουν σίγουρος πως την είχαν προμελετήσει πολύ πριν, δεν φαινόταν στις κινήσεις τους να γίνεται τίποτα τυχαία. Στάθηκα λίγα βήματα μακριά και περίμενα να αρχίσει κάτι… δεν ήξερα τι ωστόσο η στάση του σώματος αυτών των νεαρών με προδιέθετε ότι κάτι θα γινόταν εκεί. Δεν τελείωσα τις σκέψεις μου και αμέσως η μια από της πέντε κοπέλες ξεκίνησε να απαγγέλει κάτι. Προσπάθησα να προσέξω λίγο παραπάνω τα λόγια αλλά ένα γεγονός με έκανε να χάσω πάλι τον αρχικό μονόλογο της κοπέλας. Παρατήρησα όμως ότι ένα ημικύκλιο από ανθρώπους ξεκίνησε να σχηματίζεται γύρω από τα έξι παιδιά, σαν ένα αρχαίο θέατρο σχηματισμένο από ανθρώπινα σώματα. Η φωνή της κοπέλας δυνάμωνε όταν τελικά άκουσα να λέει: <Εγώ είμαι από εκείνες τις γυναίκες που εκεί κάτω τις λένε κολασμένες. Από καιρό κολασμένη, βλέπετε. Οπότε δεν με ξάφνιασε και πολύ.>
Ένιωσα τον κόσμο γύρω μου να κρατάει την ανάσα του. Εγώ αντίθετα ήμουν ενθουσιασμένος γιατί το ήξερα το έργο. Είπα ψιθυρίζοντας: <Ωστέ…> Αλλά μια δυνατή φωνή με έκανε να χάσω τον ειρμό μου.
<Ώστε αυτό είναι όλο;>
Ο νεαρός με το τζίν που πριν λίγη ώρα δεν μπορούσε να πει ούτε μια λέξη τώρα με μια φωνή που λες και έβγαινε μέσα από ηχείο τράβηξε την προσοχή όλων όσων ήταν εκεί.
“Ο Γκαρσέν αναρωτιέται αν η Ινές είχε μόνο αυτά να του πει.” Σκέφτηκα.
<Όχι. Είναι και εκείνη η υπόθεση με την Φλοράνς. Αλλά αυτή είναι μια ιστορία των νεκρών. Τρεις νεκροί. Πρώτα εκείνος, ύστερα εκείνη και εγώ. Δεν έμεινε κανένας εκεί κάτω. Είμαι ήσυχη. Μονάχα το δωμάτιο. Το βλέπω κάπου κάπου. Άδειο, με τα παραθυρόφυλλα κλειστά.>
Έμεινα μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο του πρόχειρα φτιαγμένου θεάτρου να θαυμάζω τους τρεις νέους που έπαιζαν το “Κεκλεισμένων των Θυρών” του Jean Paul Sartre. Οι δυο φίλες τους – που δεν είχαν ρόλο στο έργο – χωρίς να κάνουν αισθητή την παρουσία τους άλλαζαν σε διαστήματα κάποια πρόχειρα σκηνικά που λογικά είχε ετοιμάσει η ίδια ομάδα.
Όταν έπεσε η αυλαία το σκοτάδι της πόλης για λίγο είχε φωτίσει.
“Από μαγεία”. Σκέφτηκα και έμεινα με μια απίθανη γεύση στο στόμα.
Ο κόσμος που παρακολούθησε το “αστικό υπαίθριο θέατρο” όπως το ονόμασα πρόχειρα έφυγε σκεφτικός, αμίλητος, αλλά είδα μέσα στα μάτια τους μια μικρή πληρότητα. Την ξέρω καλά αυτήν την αίσθηση, έρχεται όταν κάτι αναπάντεχα όμορφο σου έχει συμβεί και δεν έχεις λόγια να το εκφράσης, ίσως γιατί τα λόγια είναι πολύ δύσκολο να εκφράσουν την ψυχή όταν αυτή είναι πραγματικά γεμάτη από αισθήματα. Πριν γυρίσω και εγώ την πλάτη μου να φύγω είδα στην σκιά του στενού της Καλαμιώτου μια γνώριμη φιγούρα να χαμογελάει κάτω από τα πυκνά μούσια του, από πίσω του μια σκοτεινή μορφή έδειχνε να τον ακολουθεί σε κάθε κίνηση του.
«Γεια σου Μαριάννα». Είπε σιγά, ίσα πως για να ακουστεί η φωνή του ως την κοπέλα που έπαιζε την Ινές.
«Βασίλη, που ήσουν…; μας είδες;»
Χαμογέλασα, και νομίζω πως το βλέμμα μου πρέπει να πήρε μια πονηρή όψη.
Γεννιέται ένας νέος έρωτας στην πόλη!!