ΕΝΑΤΗ (Τελευταία) ΠΡΑΞΗ

 

Ο Γιάννης κοίταζε από το απέναντι πεζοδρόμιο περιμένοντας με αγωνία.

Ο Βασίλης πίσω από την Μητρόπολη συντόνιζε την ομάδα των μουσικών.

«Τώρα ξεκινάμε!» Είπε στους δύο φίλους του με τα φλάουτα και σταύρωσε τα δάχτυλα του ώστε όλα να πάνε καλά.

Ο ιδιαίτερος ήχος από τα δύο φλάουτα τράβηξε την προσοχή του κόσμου, που κοιτούσε χαμογελώντας τους δύο μουσικούς. Λίγα δεύτερα μετά την πρώτη εντύπωση τρία μεγάλα νοβοπάν που αποτελούσαν το σκηνικό του έργου ήρθαν και στάθηκα μπροστά και δεξιά από τους μουσικούς που συνέχιζαν ατάραχοι να παίζουν. Ο Γιάννης παρακολουθούσε τον κόσμο που κοιτούσε με ευχάριστη απορία ότι συνέβαινε και ψιθύριζαν μεταξύ τους. Οι ζωγράφοι της ομάδας του έτερου Γιάννη της παρέας είχε ήδη στήσει τα καβαλέτα και τα τελάρα κατά μήκος της Ευαγγελίστριας αλλά και του πεζοδρομίου της Μητροπόλεως σκιτσάροντας ή ζωγραφίζοντας ότι έβλεπαν πάνω στην πλατεία.

Λίγες στιγμές μετά η Γιάννα με την Ελένη βγήκαν στην αυτοσχέδια σκηνή και ξεκίνησαν το έργο, τα φλάουτα σίγησαν και όλα άρχισαν.

 

Καλλιόπη: Μα τι είναι η πόλη Μαρίνα πέρα από τσιμέντο, άσφαλτο, φώτα και

ανθρώπους που ως επί το πλείστον ούτε τους γνωρίζεις μα ούτε και

κάνεις κάποια προσπάθεια ώστε να τους μάθεις;

 

Μαρίνα: Τι είναι η πόλη;

 

Καλλιόπη: Με ρωτάς;

 

Μαρίνα: Σου απαντώ. Μπορεί να σου φαίνεται για ερώτηση… ναι έχει – άμα θες

να το φανταστείς – το ερωτηματικό στο τέλος όμως η αλήθεια είναι

πως δεν ρωτώ.

 

Καλλιόπη: Τότε τι κάνεις;

 

Μαρίνα: Προσπαθώ να βρω μια απάντηση ρωτώντας τον εαυτό μου.  Πασχίζω

να βρω λόγια ώστε να σου περιγράψω αυτό που νιώθω όταν

περιπλανιέμαι μέσα της. Ωστόσο αν και η πόλη είναι πράγματι αυτό που

τόσο καλά περιγράφεις είναι εκ διαμέτρου αντίθετη η πραγματική της

όψη.

Αυτή η εικόνα που με τόση δωρική γλαφυρότητα περιέγραψες  είναι το

κέλυφος της, ο μανδύας της, κάτω από αυτόν όμως υπάρχει ένα πνεύμα

που μόνο αν την αφουγκραστείς θα το νιώσεις.

 

Καλλιόπη: Μεγάλα λόγια. Κοίτα γύρω σου… κοίτα!! Δεν αντιλαμβάνεσαι την

αδιαφορία του κόσμου, δεν βλέπεις την γκρίζα άσφαλτο πόσο

απόλυτα δένει με την ψυχολογία του αστού, δεν κοιτάς με λύπη τα

τετράγωνα τσιμεντένια κουτιά που έχουν φυλακίσει όνειρα και

φιλοδοξίες. Δεν παρατηρείς τα φώτα της πόλης που αντί να

φωτίζουν την ίδια την βυθίζουν περισσότερο στο σκοτάδι

κρατώντας το φως για τον εαυτό τους.

Δεν το βλέπεις λοιπόν πως η πόλη ή κάθε πόλη, έχει γίνει ένα πηγάδι

ψυχών.

 

Μαρίνα: Λυπάμαι…

 

Καλλιόπη: Μα και βέβαια θα έπρεπε να λυπάσαι…

 

Μαρίνα: Μην προτρέχεις. Λυπάμαι που αυτό βλέπεις εσύ.

 

Καλλιόπη: Μπορείς να με πείσεις για το αντίθετο;

 

Μαρίνα: Μπορώ να σε πείσω για το αντίθετο;… Όχι…! Όχι δεν μπορώ. Εγώ δεν

μπορώ, μόνο η ίδια η πόλη με την μαγεία της μπορεί.

Έλα τι λες πάμε μια βόλτα, εδώ λίγο πιο κάτω.

 

Οι δύο μουσικοί ξεκίνησαν πάλι να παίζουν φλάουτο καθώς ακολουθούσαν την Ελένη και την Γιάννα που περπατούσαν προς την Καπνικαρέα δια μέσου της Ευαγγελιστρίας και της Ερμού.

Οι κοπέλες μόλις περνούσαν μπροστά από κάθε έναν από τους ζωγράφους αυτός γυρνούσε το τελάρο του προς τον κόσμο που ακολουθούσε πίσω από τους μουσικούς που τους προέτρεψαν προς αυτόν τον περίπατο.

Στην γωνία Ερμού και Ευαγγελιστρίας τα φλάουτα σώπασαν και ο ήχος από ένα τσέλο και ένα βιολί πήραν την θέση τους στην μουσική επένδυση του έργου.

Το λιγοστό φως του απογεύματος στιγμάτιζε με μια νοσταλγική διάθεση την ατμόσφαιρα και καθώς οι πίνακες γύριζαν σαν πέταλα άνθους που ανοίγει προς τον κόσμο οι δυο κοπέλες περπατούσαν παίζοντας παντομίμα για αυτό που έβλεπαν στην βόλτα τους.

Ήταν – ακόμα και για τον Βασίλη που πίστευε πολύ σε αυτήν την δράση – τόσο αναπάντεχα μεγάλη η συμμετοχή του κόσμου που για λίγα λεπτά μόνο χαμογελούσε από ικανοποίηση πριν συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε με την σειρά του να ακολουθήσει την πορεία προς την Καπνικαρέα ώστε να συνεχιστεί η παράσταση.

Σε όλο το μήκος της Ερμού μεταξύ Ευαγγελιστρίας και Καπνικαρέας η ομάδα του Μάριου είχε σηκώσει τεράστια νοβοπάν όπου είχαν ζωγραφίσει πάνω τους με σπρέι διάφορες μικρές ιστορίες πόλης.

Όταν η Ελένη με την Γιάννα έφτασαν στην Καπνικαρέα ένα καινούργιο σκηνικό στήθηκε πίσω τους, το τσέλο και το βιολί σώπασαν και ξεκίνησαν μια νέα ενορχήστρωση παρέα με τους δύο μουσικούς που έπαιζαν φλάουτο στην Μητρόπολη που όμως τώρα είχαν στα χέρια τους ένα σαξόφωνο ο ένας και ο άλλος μια τρομπέτα. Μαζί τους έπαιζε και ο Βασίλης το βαθύχορδο του.

Ήταν μια μουσική – μάλλον τζαζ – δυναμική και  χαρούμενη.

Ο κόσμος που είχε ακολουθήσει από την πλατεία τα κορίτσια λικνιζόταν στον ρυθμό της μουσικής ενώ και όσοι βρισκόντουσαν στην πλατεία της Καπνικαρέας χάζευαν αυτήν την πρωτότυπη παράσταση.

Το σκηνικό με τις εντολές του Γιάννη του φωτογράφου είχε στηθεί τέλεια.

Γύρω από την ομάδα των ηθοποιών σε κύκλο στάθηκε η ομάδα των ζωγράφων που σκίτσαραν τις σκηνές υπό το βλέμμα των θεατών που πια είχαν γεμίσει την πλατεία. Η ομάδα του Βασίλη έπαιζε την μουσική της ενώ η ομάδα του Μάριου έφερνε όλα τα σκηνικά πίσω από τους ηθοποιούς κρύβοντας πλέον πίσω από τα νοβοπάν τους μουσικούς κάνοντας ένα έξυπνο τρικ ώστε να ακούγεται πλέον μια απαλή μουσική χωρίς να φαίνεται από πού ακούγεται.

Είχε νυχτώσει και μόνο τα φώτα από τους δημόσιους λαμπτήρες φώτιζαν την αυτοσχέδια σκηνή που όμως ήταν τόσο καλά επιλεγμένη από τον σκηνοθέτη της παράστασης που της χάριζε μια μοναδικότητα.

Στην σκηνή πια δεν βρισκόταν μόνο η Ελένη με την Γιάννα αλλά λίγο πιο απόμερα, σαν ξεχασμένο απόσπασμα των θεατών βρισκόταν η Μαριάννα με τον Γιώργο.

Η Ελένη στάθηκε κοντά στην Γιάννα και την ρώτησε.

 

Μαρίνα: Λοιπόν τι παρατήρησες στην βόλτα μας;

 

Καλλιόπη: Αδιαφορία!

 

Στέργιος: Ναι αλλά κάποιος σου χαμογέλασε! (Πετάχτηκε ο Γιώργος)

 

Καλλιόπη: Ποιος μίλησε;!

 

Στέργιος: Εγώ που σου χαμογέλασα!

 

Καλλιόπη: Είδα πολλά εγκλήματα.

 

Μαρίνα: Κάποιοι ωστόσο βοήθησαν.

 

Νικολέτα: Μην ανοίγεις τα μάτια μόνο στα άσχημα της πόλης.

 

Καλλιόπη: Είδα και βία.

 

Νικολέτα: Κάποιοι στάθηκαν ανάμεσα.

 

Καλλιόπη: Ένιωσα εγκατάλειψη.

 

Στέργιος: Είδα ανθρώπους να βοηθάνε.

 

Καλλιόπη: Είδα φόβο και απέχθεια.

 

Νικολέτα: Δυο αγόρια να περπατούσαν χέρι χέρι ελεύθερα!!

 

Καλλιόπη: Η πόλη είναι γεμάτη γκρίζο.

 

Στέργιος: Κάποιοι κρέμασαν πολύχρωμες κορδέλες στα δέντρα!!

 

Καλλιόπη: Είδα μίσος.

 

Στέργιος: Είδα ένα ζευγάρι να φιλιέται στην μέση ενός πεζοδρομίου και κόσμο

να περπατάει δίπλα τους.

 

Καλλιόπη: Είδα παρατημένες πλατείες και γειτονιές.

 

Νικολέτα: Άνθρωποι σε κάθε γειτονιά αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για να

ξαναδώσουν ζωή στις πλατείες τους.

 

Καλλιόπη: Ο θόρυβος είναι τρομακτικός!!

 

Μαρίνα: Είναι ωστόσο μια πόλη γεμάτη από μουσική και δημιουργία!

 

Καλλιόπη: Νιώθω τα όνειρα να καταρρέουν.

 

Νικολέτα: Νιώθω νέα όνειρα να γεννιούνται.

 

Καλλιόπη: Δεν καταλαβαίνω μήπως δεν έχω πίστη;

 

Στέργιος: Πίστη είναι να βρίσκεσαι με κλειστά μάτια σε ένα σκοτεινό δωμάτιο

και να ψάχνεις για ένα καπέλο που δεν υπάρχει και να το βρίσκεις. Το

να μην θες να πιστέψεις στην ψυχή που κρύβει μια πόλη είναι σαν να

βρίσκεσαι στο ίδιο δωμάτιο με ανοιχτά τα φώτα, να υπάρχει ένα

κρεμασμένο καπέλο και εσύ να μην το βλέπεις.

 

Καλλιόπη: Δεν ξέρω τι να απαντήσω!

 

Μαρίνα: Μην απαντάς. Δες γύρω σου, τα καθαρά βλέμματα, τα χαμόγελα, τον

προβληματισμό, την στεναχώρια, την πονηριά ακόμα ακόμα. Δες τα όλα

γιατί αυτή είναι η μικρογραφία όλης της ζωής και η πόλη έχει την

καταπληκτική ικανότητα να στην δείχνει μέσα σε ένα περίπατο.

 

Νικολέτα: Η πόλη είναι ιδιότροπη, έχει και αυτή τα κουμπιά της όπως κάθε

ζωντανό πλάσμα, βρες τα και θα δεις πως δεν θα σε απογοητεύσει.

 

Στέργιος: Χαμογέλασε Καλλιόπη…!!!  Έτσι μπράβο…!! Έχεις υπέροχο χαμόγελο.

 

Μαρίνα: Είσαι μια μικρή ιστορία της πόλης, ο καθένας μας είναι μια μικρή

ιστορία της πόλης και όταν αυτές ενώνονται δημιουργούν τις Ιστορίες

της Πόλης.

 

Νικολέτα: Κάποιες έχουν και μουσική.

 

Στέργιος: Κάποιες έχουν εικόνες.

 

Μαρίνα: Άλλες πάλι έχουν μυστήριο.

 

Νικολέτα: Έχεις την επιλογή ωστόσο να διαλέξεις τι ιστορία θέλεις να

δημιουργήσεις.

 

Στέργιος: Αν ενδεχομένως σε ρωτούσα αν θέλεις να πάμε για καφέ τι θα μου

απαντούσες.

 

Καλλιόπη: Αν ίσως με ρωτούσες τότε μπορεί να σου απαντούσα ναι!!!

 

Μετά την θετική απάντηση όλα έμειναν ακίνητα, οι τέσσερις ηθοποιοί γύρισαν προς το κοινό που κοιτούσε την παράσταση και περίμεναν την τελευταία νότα από το βαθύχορδο του Βασίλη να σιγήσει, μόλις η ησυχία απλώθηκε υποκλίθηκαν στο κοινό τους που είχε αυξηθεί κατά πολύ.

Στην αρχή κάποια δειλά χειροκροτήματα ακούστηκαν από μπροστά και λίγο λίγο σαν ντόμινο το χειροκρότημα απλώθηκε σε όλη την πλατεία.

Η ομάδα του Γιάννη περνούσε ανάμεσα από τον κόσμο και χάριζε τα σκίτσα που μόλις είχαν φτιάξει από την παράσταση, ενώ στην αυτοσχέδια σκηνή εμφανίστηκε ο σκηνοθέτης Γιάννης που στο πρόσωπο του είχε ζωγραφιστεί ένα τεράστιο χαμόγελο.

Ο Βασίλης από την γνωστή σκοτεινή γωνία του, από εκεί που παρακολουθούσε πιο παλιά την Μαριάννα, απολάμβανε την επιτυχία της πρωτοποριακής ιδέας του. Το μικρό θεατρικό του, που το είχε ονομάσει Ιστορίες της Πόλης, είχε ρίξει αυλαία.

Ρόλοι στο θεατρικό:

 

Ελένη – Μαρίνα

Γιάννα – Καλλιόπη

Γιώργος – Στέργιος

Μαριάννα – Νικολέτα