ΟΓΔΟΗ ΠΡΑΞΗ
Είχε περάσει ενάμισης μήνας από εκείνη την νύχτα στο σπίτι του Βασίλη όπου ο ίδιος και η Μαριάννα είχαν αποφασίσει να προχωρήσουν την ιδέα για την μουσικοθεατροεικαστική παράσταση στο κέντρο της πόλης.
Στο δώμα απέναντι από τον Παρθενώνα τα φώτα ήταν αναμμένα και ο Charles Mingus έπαιζε στο στερεοφωνικό του Βασίλη. Ο χώρος είχε ανακατεμένα τα αρώματα από γιασεμί, κρασί και μιας γλυκόξινης σάλτσας που θα συνόδευε το αρωματικό ρύζι με κοτόπουλο που ήδη ήταν έτοιμο στην κατσαρόλα.
Η Μαριάννα σε μια γωνιά του σπιτιού μελέταγε κάτι μέσα σε ένα τετράδιο ενώ ο Βασίλης κοιτούσε κάποιες διαδρομές στο goggle maps.
Η τρομπέτα με το πιάνο ανεβοκατέβαζαν ρυθμούς και ένταση μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα παρακινώντας τον ακροατή να συμμετέχει στον ρυθμό.
«Η πλατεία Μητροπόλεως, η Καπνικαρέα και η πλατεία Μοναστηρακίου είναι ιδανικές σε απόσταση, σε χώρο αλλά και σε αισθητική».
«Λες να χρειάζεται κάποια άδεια;»
«Μπορεί, αλλά δεν το ξέρω αυτό, από την άλλη θα είναι σχετικά σύντομη η παρουσία μας στον κάθε χώρο και δεν θα παρακωλύουμε ούτε την πρόσβαση ούτε την διέλευση από εκεί, απλά πολίτες αυτής της πόλης θα δώσουμε μια θεατρική παράσταση χωρίς να ζητήσουμε κάποιο αντίτιμο».
«Ο Γιάννης τι ώρα θα έρθει;» Ο Βασίλης κοίταξε το ρολόι του ασυναίσθητα και απάντησε αόριστα.
«Πιστεύω πως από ώρα σε ώρα θα είναι εδώ».
Την σειρά του Charles Mingus στα ηχεία είχε πάρει ο Eric Dolphy με ένα κομμάτι που άρεσε πάρα πολύ στην Μαριάννα, το Green Dolphin Street.
«Το φαντάζεσαι…» Σταμάτησε την πρόταση της και άφησε την σιωπή της να σκεπαστεί από τους ήχους της τρομπέτας.
«…να περπατάς μια δροσερή νύχτα στους δρόμους μια πόλης που πάει για ύπνο και να ακούς αυτήν την μουσική διάσπαρτη γύρω σου…» άφησε πάλι ένα κενό στις σκέψεις της και συνέχισε.
«Λες να υπάρχει μια πόλη στον κόσμο όπου στους δρόμους της να παίζει όλη μέρα μουσική, όλων των ειδών, κλασική, Jazz, ηλεκτρονική, soul, παραδοσιακή και ανάλογα την ημέρα, την ώρα, τον καιρό, την διάθεση;»
Κοιτάχτηκαν μέσα στα μάτια για ώρα με έναν τρόπο που τους έφερνε πιο κοντά, που τους έκανε να ερωτεύονται ο ένας τον άλλον πιο πολύ.
Ο Βασίλης σηκώθηκε από τον καναπέ και έψαξε για πολύ ώρα την δισκοθήκη του λίγα λεπτά μετά ξέθαψε μέσα από μια αρμαθιά βινυλίων ένα φθαρμένο χάρτινο λεπτό άλμπουμ, έβγαλε πολύ προσεχτικά έναν δίσκο που είχε το παραδοσιακό μαύρο χρώμα του βινυλίου και τον ευλαβικά στα χέρια του.
«Τι είναι;» Τον ρώτησε η Μαριάννα, χωρίς όμως να πάρει μιαν απάντηση.
Ο Βασίλης έβαλε τον δίσκο στο πικάπ και η φωνή του Donny Hathaway βγήκε απόλυτα μελωδική από την live ηχογράφηση στο bitter end της Νέας Υόρκης τραγουδώντας το Little Ghetto Boy, έδωσε λίγο περισσότερο ήχο και κοίταξε πάλι την Μαριάννα.
«Υπέροχο!!»
Το κουδούνι της εξώπορτας τους επανέφερε στην πραγματικότητα, ο Βασίλης χαμήλωσε την μουσική και η Μαριάννα άνοιξε.
«Τι έγινε ρε παιδιά, η μουσική ακούγεται σε όλη την πολυκατοικία!!»
Γέλασαν και οι δύο και έκαναν νόημα στον φίλο τους να περάσει μέσα.
«Η Ερμού είναι ο καλύτερος δρόμος για να στήσουμε τα σκηνικά που θέλουμε, μας βολεύει που είναι πεζόδρομος γιατί θα έχουμε τον χώρο που χρειαζόμαστε για να βάλουμε τους μουσικούς, τους ζωγράφους αλλά και για να μπορούμε να προχωρήσουμε προς τον επόμενο σταθμό που είναι η πλατεία της Καπνικαρέας».
Ο Γιάννης με την Μαριάννα και τον Βασίλη περπατούσαν ήδη την διαδρομή μελετώντας την σπιθαμή προς σπιθαμή. Τον Γιάννη τον είχε διαλέξει προσωπικά ο Βασίλης για σκηνοθέτη, ήταν φίλος του που ασχολούνταν πολύ με την φωτογραφία του αστικού ιστού και με τις φωτογραφίες του είχε δείξει πως έχει πραγματικά το “μάτι“ του σκηνοθέτη που θα μπορούσε να στήσει ένα λυτό αλλά εντυπωσιακό σκηνικό.
Γύρισαν τα στενά που από την πλατεία Μητροπόλεως έβγαζαν προς την Καπνικαρέα μελετώντας πως θα έστηναν τα σκηνικά και σε ποιους δρόμους, όμως τελικά κατέληξαν να περάσουν στην Ερμού μόνο μέσω της Ευαγγελιστρίας αφού σαν πεζόδρομος θα τους βόλευε αφάνταστα. Η μόνη ανησυχία που είχαν ήταν μήπως είχαν κάποιο πρόβλημα από τις καφετέριες που σχεδόν έκλειναν τον πεζόδρομο αλλά αν το χειριζόντουσαν σωστά τότε ίσως να μπορούσαν να έκλεβαν τις εντυπώσεις και από εκεί.
«Έργο έχουμε;» Ρώτησε ο Γιάννης φτάνοντας στην πλατεία Μοναστηρακίου.
«Τώρα το γράφουμε». Απάντησε λίγο μαγκωμένα ο Βασίλης.
«Οπότε έχουμε ακόμα χρόνο για να το οργανώσουμε τέλεια».
«Όχι τόσο πολύ, σε μια δύο εβδομάδες θα το έχουμε τελειώσει και μετά θα το δώσουμε στους ηθοποιούς για να το διαβάσουν και να μάθουν τους ρόλους τους, την ίδια στιγμή street painters θα φτιάχνουν τα σκηνικά».
«Και η μουσική;»
«Αυτή υπάρχει ήδη, την έγραψα μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα…»
«Υπάρχει μια παραξενιά με αυτήν την ιδέα, από την μία θέλουμε να μην περάσει ο Μάιος αλλά από την άλλη πρέπει να καθυστερήσουμε τόσο ώστε να υποχωρήσει αυτή η παγωνιά. Πιστεύω πως μετά τις δεκαπέντε Απριλίου θα είναι και ο ιδανικός καιρός αλλά και εμείς θα είμαστε απόλυτα έτοιμοι ώστε να την πραγματοποιήσουμε.»
«Τελικά Γιάννη θα λάβεις μέρος, δεν μας είπες ακόμα». Τον ρώτησε η Μαριάννα που παρόλο που έβλεπε πως ο Γιάννης ενδιαφερόταν για το έργο δεν είχε απαντήσει ακόμα αν τελικά θα έπαιρνε πάνω του την σκηνοθεσία.
«Μα και βέβαια βρε Μαριάννα, δεν είναι φανερό. Μόνο που θα χρειαστώ ένα σκελετό του έργου και μια επαφή με όλους όσους συντονίζουν τις διάφορες ομάδες. Τους μουσικούς, τους ζωγράφους, τους ηθοποιούς, τους street painters, τους χορευτές, γενικώς με όλους χρειάζομαι μια επαφή».
«Να σου πω, έχεις ακούσει σε κάποια πόλη στον κόσμο να παίζει μουσική στους δρόμους εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο;»
«Όχι…» Απάντησε και έπεσε σε περισυλλογή.
«Δεν θα ήταν καθόλου άσχημη ιδέα, από το να ακούς την βοή της πόλης να φτάνει στα αυτιά σου μια διακριτική, όμορφη, επιλεγμένη μουσική. Καθόλου άσχημη ιδέα!!!!»