ΕΒΔΟΜΗ ΠΡΑΞΗ

 

Η ιδέα που είχε συλλάβει εκείνη την βραδιά που όλοι είχαν μαζευτεί στο δώμα του δεν είχε φύγει από το μυαλό του εδώ και δέκα μέρες. Όπου και να βρισκόταν, είτε σε παραδώσεις ιδιαίτερων μαθημάτων κόντρα μπάσου, είτε περπάταγε στον δρόμο, είτε σε κάποιο από τα ραντεβού του με την Μαριάννα, είτε ακόμα και όταν έγραφε μουσική έπιανε το μυαλό του να ταξιδεύει στην ιδέα να πραγματοποιήσει μια σπονδυλωτή παράσταση διάφορων ειδών τεχνών στο ευρύτερο κέντρο της πόλης. Τον είχε πιάσει μια σκηνοθετική μανία πάνω στο πώς θα μπορούσε να οργανώσει κάτι τέτοιο ώστε να έχει ειρμό και ενδιαφέρον.

 

Μπροστά του, στο τραπέζι της κουζίνας, είχε άπειρα χαρτιά, παρτιτούρες, εφημερίδες, περιοδικά, σημειώματα, ένας σωρός από χαρτομάνι το οποίο αν και ήταν παράλογα ατακτοποίητο είχε τόσες χρήσιμες πληροφορίες που δεν τολμούσε να το βάλει σε τάξη μην τυχών και χαθεί κάτι. Ωστόσο όποτε το έβλεπε είχε σαν σχέδιο ότι κάποια στιγμή – σύντομα ήλπιζε – θα το τακτοποιούσε, όμως πάντα κάτι πιο “σημαντικό” προέκυπτε και όλα μετατιθόντουσαν για κάποια άλλη στιγμή μέσα στην  σχετικότητα που μπορεί να έχει ο χρόνος σύμφωνα με τον Αλβέρτο Αϊνστάιν!!!

 

Ξεκίνησε βάζοντας κάθε ένα χαρτάκι, χαρτάκι στην θέση του, κάποιες παλιές, ξεχασμένες παρτιτούρες να επιστρέφουν στον φάκελο από τον οποίο είχαν βγει μήνες πριν και λίγο, λίγο η επιφάνεια του τραπεζιού άρχισε να προβάλει εμπρός του. Πρέπει να του πήρε σχεδόν μια ώρα ώστε όλα να τακτοποιηθούν. Όταν πια οποιαδήποτε από τις πολλές χάρτινες εκκρεμότητες είχαν εξαλειφθεί ηρέμησε τις σκέψεις του πήρε ένα σημειωματάριο – από τα αρκετά που είχε καταχωνιασμένα σε διάφορα σημεία της βιβλιοθήκης του – και κάθισε να σχεδιάσει τις αρχικές –άναρχες – σκέψεις του ως το πως είχε φανταστεί μια τέτοια πρωτόγνωρη μουσικοθεατροεκαστική παράσταση στους δρόμους μια πόλης. Ήταν σίγουρος – από όσο είχε διαβάσει και ακούσει – πως πρέπει αυτό που είχε σκεφθεί να ήταν κάτι που κανείς άλλος δεν το είχε συλλάβει σαν ιδέα ή τουλάχιστον δεν την είχε τολμήσει. Ήταν πολλές οι πιθανότητες να ήταν ο πρώτος που θα την πραγματοποιούσε – αν όλα βέβαια πήγαιναν καλά.

 

Θράσος, άγνοια κινδύνου, ιδέα μη πραγματοποιήσιμη; Ο καθένας θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ένα τέτοιο εγχείρημα όπως ήθελε, όμως μια φωνή βγαλμένη από μέσα του έλεγε ότι θα πετύχαινε, όσο πρωτοποριακό και αν φάνταζε.

Άλλωστε κάποιες τέτοιες ιδέες είναι που ωθούν με  ένα βήμα παραπάνω την δημιουργικότητα.

Έκατσε και μέσα στο μυαλό του άρχισε να μοιράζει στον κάθε ένα από μια δράση, το πρόσωπο του έπαιρνε διάφορες εκφράσης, προβληματισμού ή ικανοποίησης για τον ρόλο που θα ανέθετε, από την άλλη σίγουρα μια δεύτερη γνώμη θα τον βοήθαγε το δίχως άλλο.

Αποφάσισε να περιμένει να γυρίσει στο σπίτι η Μαριάννα – με την οποία εδώ και μια εβδομάδα είχαν αποφασίσει να ζήσουν μαζί – ωστόσο στο σημειωματάριο του αποφάσισε να κάνει ένα πρόχειρο μοίρασμα των ρόλων όπως τουλάχιστον τους είχε φανταστεί αυτός.

 

Δύο ώρες μετά η Μαριάννα τον βρήκε σκυμμένο πάνω από το σημειωματάριο και άκρος προβληματισμένο.

«Τι κάνεις εκεί και τι περίεργο ύφος είναι αυτό που έχεις;»

«…»

«Δεν μου απαντάς, έγινε κάτι;»

«Θυμάσαι την βραδιά που είχαμε καλέσει τα παιδιά που σου είχα πει για πλάκα ότι είσαι πραγματική καλλιτέχνης και πως θα έγραφα μια παράσταση ώστε να την παρουσιάσουμε στην Καπνικαρέα;» Η Μαριάννα μισοέκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να θυμηθεί, λίγο μετά και αφού πήρε ένα έξυπνο ύφος και τα άνοιξε με δείχνοντας πως κάτι θυμήθηκε του απάντησε.

«Όχι, ειλικρινά δεν θυμάμαι τίποτα!!»

«Έλα ρε Μαριάννα που δεν θυμάσαι, ήταν πολύ χαρακτηριστική σκηνή.»

«…» Δεν του απάντησε παρά έμεινε να τον κοιτάζει λίγο λοξά και με ζωγραφισμένο ένα γλυκύτατο χαμόγελο απορίας.

«Τέλος πάντων βλέπω πως πραγματικά δεν θυμάσαι, όμως αυτή η ιδέα με τρώει από εκείνη την ημέρα και πρέπει να σου πω ότι την έχω εξελίξει κιόλας. Σήμερα αποφάσισα να ξεκινήσω ώστε να την πραγματοποιήσουμε, έτσι μάζεψα όλα τα πεταμένα, άχρηστα και χρήσιμα χαρτιά και αποφάσισα να μοιράσω ρόλους και περιοχές…»

«Πραγματοποιήσουμε;» Τον ρώτησε σαν να μην είχε ακούσει τίποτε άλλο από όλη την πρόταση που της είχε πει. Μετά κοίταξε καλύτερα το τραπέζι την κουζίνας που πράγματι δεν είχε ούτε ένα μικρό χαρτάκι πάνω από τον πριν λίγων ωρών χαρτοπόλεμο που φιλοξενούσε και με μια επιδοκιμαστική έκφραση πήρε μια καρέκλα και κάθισε απέναντι του.

«Σε ακούω.»

 

Της εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια ότι είχε σκεφτεί. Ένα σπονδυλωτό θεατρικό που θα εξελισσόταν σε τρείς κεντρικές αλλά κοντινές μεταξύ τους πλατείες της πόλης για να μπορεί ο κόσμος που θα παρακολουθούσε να πηγαίνει με τα πόδια. Η παράσταση θα ήταν επενδυμένη με μουσική, από μουσικούς σε κάθε πλατεία, ενώ στην ενδιάμεση διαδρομή ο κόσμος θα ακολουθούσε τους ηθοποιούς και τους μουσικούς της προηγούμενης πράξης όπου αυτοί με την σειρά τους θα έδιναν την σκυτάλη στους επόμενους. Στο μήκος της διαδρομής ζωγράφοι αλλά και street painters θα δρούσαν με έργα που αφορούν την πόλη αλλά και το θεατρικό. Αφού το εξήγησε όσο καλύτερα μπορούσε στο τέλος την ρώτησε.

 

«Λοιπόν πως σου φαίνεται;»

«Τολμηρό, μου αρέσει!!»

«Δεν είναι πολύ ωραία ιδέα, όμως πρέπει σύντομα να κανονίσουμε να βρεθούμε όλοι μαζί ώστε να μοιράσουμε ρόλους και ευθύνες. Θέλω όλοι να συμμετέχουν όσο γίνεται πιο πολύ.»

«Συμφωνώ αλλά πρέπει εμείς να φτιάξουμε έναν σκελετό, να βρούμε τις πλατείες, τις διαδρομές, το έργο, την μουσική, πρέπει κάτι να έχουμε να παρουσιάσουμε ώστε πάνω σε αυτό τα παιδιά να δώσουν ιδέες.»

«Πολύ σωστά… λοιπόν τώρα θυμήθηκες που στο είχα πει τότε;»

«Και βέβαια όχι αλλά δεν έχει καμία σημασία.»

«Σωστά!!»

 

Ο Βασίλης έφτιαξε λίγο το μούσι του, έδωσε ένα πεταχτό φιλί στην Μαριάννα και έσκυψε μέσα στο σημειωματάριο για να συνεχίσει από εκεί που είχε αρχίσει, δηλαδή από την αρχή. Σε κάθε παράγραφο που συμπλήρωνε ρωτούσε την γνώμη της Μαριάννας και αυτή η “τεχνική” ήταν που βοήθησε αρκετά ώστε να ξεκινήσει να στήνει το έργο