ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΑΞΗ
Στο δώμα, πάνω στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας, ο Βασίλης ήταν σκυμμένος πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και έγραφε νότες σε ένα πεντάγραμμο, έδειχνε ήρεμος και προσηλωμένος σε αυτό που έκανε, η θέα του Παρθενώνα – θέα που έκανε ιδιαίτερα προνομιακό το μικρό δώμα – από τα παράθυρα του σαλονιού και της κουζίνας δεν του αποσπούσαν καθόλου την προσοχή, συνέχιζε – φαινομενικά ατάραχος – να γράφει. Δεν τον ενοχλούσε ούτε ο θόρυβος από τις κατσαρόλες, από τα μαχαίρια, τις κουτάλες και κάθε είδους μαγειρικό σκεύος που υπήρχε στην κουζίνα του, αν και σε κάποιες στιγμές ο θόρυβος θύμιζε περισσότερο πόλεμο παρά μαγειρική ο Βασίλης έδειχνε να σκέφτεται και να γράφει νότες.
Το αποκορύφωμα του θορύβου ήρθε όταν με μια αδέξια κίνηση η Μαριάννα έριξε κάτω στο πάτωμα δύο καπάκια από κατσαρόλες, μια κουτάλα, το σουρωτήρι και δύο μαχαίρια. Συγχρόνως ο απορροφητήρας φώναζε προσπαθώντας να τραβήξει τις αναθυμιάσεις από τις ροδέλες κρεμμυδιού που τσιτσίριζαν στο τηγάνι και από την μεγάλη κατσαρόλα όπου έβραζαν τα μακαρόνια. Αυτή ήταν και η πρώτη στιγμή που έδειξε ο Βασίλης ένα σημάδι ενόχλησης.
«Να σου πω…»
«Χίλια συγνώμη, δεν ήθελα να σε ενοχλήσω.» Πρόλαβε να δικαιολογηθεί η Μαριάννα. Ο Βασίλης σήκωσε το βλέμμα του από το πεντάγραμμο και την κοίταξε μια στα μάτια και μετά περιπλανήθηκε το βλέμμα του στον χώρο της κουζίνας.
«Δεν το έχεις ξανακάνει ποτέ, έτσι;!»
«Όχι για τόσα άτομα». Την ξανακοίταξε και μια υποψία χαμόγελου σχηματίστηκε στα χείλη του.
«Πως τον λένε είπαμε αυτόν που κάλεσες;»
«Μάριο… μα καλά δεν θυμάσαι το όνομα του, τις προάλλες τον γνωρίσαμε».
«Και γιατί είπαμε πως τον κάλεσες;»
«Είμαι σίγουρη πως θα αρέσει στην Ελένη!!!!!»
«Και από πού πηγάζει αυτή η σιγουριά;»
«Μα έλα τώρα, είναι σαν να μου λες πως δεν ξέρω την Ελένη».
«Βοήθησε με… η Ελένη δεν είναι η κοπέλα που άλλαζε τα σκηνικά τότε στην Καπνικαρέα;»
«Μα ναι… πες μου τώρα ότι δεν θυμάσαι ούτε την Ελένη;»
«Την Ελένη την θυμάμαι, αυτό που δεν θυμάμαι βρε μωρό μου είναι αν έχεις πει στην Ελένη αυτό που της ετοιμάζεις σήμερα».
«Όχι βέβαια, είσαι τρελός:!!!! Έχω κανονίσει να γίνει αυθόρμητα!!!!»
Αυτή η πρόταση έκανε τον Βασίλη να ξεσπάσει σε γέλια μέχρι που πνίγηκε.
«Μπορείς να μου πεις γιατί το κάνεις αυτό;» Τον ρώτησε θυμωμένη η Μαριάννα.
Πέρασε λίγη ώρα πριν της απαντήσει αφού έπρεπε να πάρει μια ανάσα.
«Μου αρέσει που το έχεις κανονίσει αυθόρμητο».
«Θα έρθουν ο Γιώργος με την Γιάννα, ο Μάριος δεν ξέρει τίποτα και μπορεί να περάσει και ο Γιάννης με την κοπέλα του, δεν μπορεί να μην είναι αυθόρμητο!»
«Θα έρθει και ο Γιάννης με την κοπέλα του;»
«Δεν στο είχα πει αυτό ε;»
«Όχι δεν μου το είχες πει αυτό… ε;»
»Που θα χωρέσουν όλοι αυτοί βρε μωρό μου, το σπίτι είναι μικρό».
«Έλα βρε Βασίλη οι καλοί χωράνε παντού».
«Μπορεί να χωράνε παντού αλλά σε αυτόν τον χώρο απλά θα δυσκολευτούνε λίγο».
«Θα δεις, θα δεις, όλα θα πάνε όπως τα έχω σχεδιάσει». Του είπε πλημμυρισμένη από αισιοδοξία.
«Θέλεις να σε βοηθήσω να μαγειρέψεις;»
«Όχι βέβαια, άλλωστε μόνο η σάλτσα μου έμεινε».
«Πολύ ωραία, κάνε κάτι όμως γρήγορα γιατί τα κρεμμυδάκια έχουν πάρει ένα αρκετά παράξενο χρώμα».
Τα κοίταξε τρομαγμένη, είχαν λίγη ώρα πριν μαραθούν τελείως και καούν, με γρήγορες κινήσεις έριξε μέσα στο τηγάνι τις ντομάτες, την πιπεριά, λίγο σκόρδο, πελτέ ντομάτας και περίμενε λίγο να τσιγαριστούν και αυτά πριν τα περάσει σε μια μεσαίου μεγέθους κατσαρόλα ώστε να βράσουν.
«Αλάτι, πιπέρι και μια πρέζα ζάχαρη μην ξεχάσεις να βάλεις».
«Ξέρω». Του είπε αλλά πήγε με τρόπο και έβγαλε την ζάχαρη από το ντουλάπι και την άφησε εμπρός της
«Όλα τα υλικά τα έχω μπροστά μου!!»
Ο Βασίλης κούνησε το κεφάλι δείχνοντας ότι την εμπιστευόταν και συνέχισε να γράφει στο πεντάγραμμο.
Πέρασε λίγη ώρα χωρίς να πουν λέξη και η Μαριάννα σχεδόν μαγκωμένα τον ρώτησε.
«Λες να έχει κοπέλα ο Μάριος;»
Ο Βασίλης έμεινε για δευτερόλεπτα παγωμένος πάνω από το χαρτί, σήκωσε το κεφάλι του, κοίταξε στο βάθος του σαλονιού το βαθύχορδο του και σιγογέλασε.
«Γιατί δεν απαντάς;»
«Γλυκιά μου, ότι και να γίνει δεν πειράζει. Αλλά σε παρακαλώ πες μου, δεν τον ψάρεψες για να ξέρεις αν έχει κοπέλα, απλά είδες ότι “κάνει” για την Ελένη και είπες “οκ ας τα κανονίσω!”;»
«Ναι!»
«Υπέροχα». Αναφώνησε ο Βασίλης θριαμβευτικά.
«Πραγματικά μωρό μου όλα τελικά θα γίνουν αυθόρμητα!!»
Η Μαριάννα αφού σκέφτηκε λίγο έκανε μια γκριμάτσα προβληματισμού.
«Τι είναι πάλι;»
«Και αν τυχών έχει κοπέλα και την φέρει μαζί του;»
«Μωρό μου, τελικά είσαι καλλιτέχνης, αυτό μπορώ να στο πω πλέον με σιγουριά. Σαν σκηνοθέτης θα διέπρεπες. Ηθοποιός και σκηνοθέτης μαζί. Και ξέρεις μόλις μου ήρθε μια ιδέα, θέλεις να γράψουμε μαζί μια παρόμοια παράσταση, να γράψω και μουσική και να την παρουσιάσουμε στον δρόμο, στην Καπνικαρέα;»
«Ας δούμε πως θα κυλίσει σήμερα και βλέπουμε.» Του απάντησε προβληματισμένη.
«Όλα καλά θα πάνε. Να βάλω μουσική;»
«Ναι σε παρακαλώ.»
Πίσω από την πόρτα του μικρού δώματος άρχισε να ακούγεται το Sing, Sing, Sing, του Benny Goodman. Η διάθεση είχε ξεκινήσει πάλι να ανεβαίνει, λίγο μετά ακούστηκαν πόδια να χορεύουν, οι καλεσμένοι του ζευγαριού όπου να ‘ναι θα ερχόντουσαν.