Ξημέρωνε παραμονή πρωτοχρονιάς, ο ουρανός ήταν κατακόκκινος, φανερό σημάδι ότι ο αναμενόμενος χιονιάς σε λίγο θα άγγιζε την πόλη. Όλα έδειχναν να υπολειτουργούν με δικαιολογία αυτήν την αναμονή όμως αν μπορούσες να δεις από μιαν άλλη οπτική την αίσθηση της πόλης θα μπορούσες να πιστέψεις ότι η μαγεία που έχει η αλλαγή του χρόνου ήταν διάχυτη και έσφυζε μέσα σε κάθε κίνηση και λεπτομέρεια της ζωής της. Όλα έμοιαζαν ήσυχα, ακόμα και τα αυτοκίνητα που κινούνταν στους δρόμους σεβόντουσαν την αίσθηση αυτής της ιερής στιγμής των λίγων ωρών πριν το ρολόι σημάνει δώδεκα. Οι λίγοι, μάλλον ξεχασμένοι, διαβάτες περπατούσαν σκυφτοί, χωμένοι μέσα στα μάλλινα κασκόλ τους και σκεπασμένοι από φαινομενικά ζεστούς σκούφους. Μόνο τα χνώτα τους, που σαν ομίχλη σκέπαζαν το πρόσωπο τους, μαρτυρούσαν πως ανέπνεαν το ξηρό κρύο που προσπαθούσε να εισχωρήσει σε κάθε κύτταρο του κορμιού τους. Τα πάντα γύρω τους ήταν παγωμένα, οι δρόμοι, ο αέρας, η ατμόσφαιρα. Ακόμα και το βλέμμα στα μάτια κάποιων ανθρώπων, που ξεχώριζαν από την παράξενη αλλά ζεστή και μάλλινη μασκαράτα, έδειχνε παγερό. Ίσως για αυτήν την περίεργη σκηνοθεσία να έφταιγε το κρύο που έκανε τα σώματα λίγο άκαμπτα, παράξενα βιομηχανοποιημένα!!
Ο Μάριος γλιστρούσε σαν σκιά ανάμεσα στους λίγους περαστικούς και σε κάθε βήμα αποκόμιζε από τον κάθε έναν μια έμπνευση, μια εικόνα που θα τον βοηθούσε για αυτό που είχε βάλει στον νου του.
Κάθε ιδέα που έβαζε με το μυαλό του ότι θα πραγματοποιήσει δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν δεν αφουγκραζόταν τους ήρωες του, και σαν λογοτέχνης που ακολουθεί βήμα βήμα την πορεία των ηρώων του – γιατί παραδόξως αυτό συμβαίνει με τους λογοτέχνες – έτσι κι αυτός τους ακολουθούσε και τους παρακολουθούσε.
Τα χέρια του ήταν ήδη παγωμένα, τα μάλλινα γάντια έπρεπε να το παραδεχτεί πως δεν ήταν ιδανικά αφού μέσα από την φαρδιά πλέξη περνούσε ο κρύος άνεμος και του πονούσαν οι κλειδώσεις των δαχτύλων. Τα κούνησε λίγο μπας και κατορθώσει να δώσει μια ώθηση στο αίμα του κορμιού του που έδειχνε με την σειρά του να μην έχει την δύναμη να φτάσει μέχρι τα ακροδάχτυλα, για λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου ένιωσε μια ανακούφιση αλλά αμέσως η προηγούμενη παγωμένη αίσθηση γύρισε για να τον κάνει να τα κλείσει σε σχήμα γροθιάς. Από την άλλη τα μακριά μαλλιά του σε συνδυασμό με τον κατά γενική ομολογία παράξενο σκούφο του κατάφερναν και κρατούσαν το κεφάλι του ζεστό, ωστόσο ήταν το μόνο σημείο του κορμιού του που κρατούσε ζεστό αφού οι ατυχείς επιλογές των ρούχων το πρωί τον έκαναν να σπαρταράει σαν ψάρι έξω από το νερό. Ήταν σχεδόν σίγουρος πλέον πως κάποιοι τον κοίταζαν παράξενα όχι για την κατάξανθη γενειάδα του που στις άκρες ήταν βαμμένη σκούρα μαύρη αλλά για το κροτάλισμα των δοντιών του από το κρύο.
Στα πεζοδρόμια λιγόστευε ο κόσμος και στις λεωφόρους τα αυτοκίνητα έδειχναν πως η ώρα περνούσε. Τα φώτα προσπαθούσαν να ζεστάνουν και να φωτίσουν την πόλη όμως το μόνο που κατάφερναν ήταν να την κάνουν πιο παγερή. Ο Μάριος κοίταξε το ρολόι του, ήταν έντεκα παρά δέκα. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό, η κόκκινη συννεφιά έμοιαζε παράλογη μέσα στην νύχτα, οι άσπρες μικρές νιφάδες έμοιαζαν να πέφτουν πάνω του σαν να τον σημαδεύουν. Χαμογέλασε, άφησε τους κεντρικούς δρόμους και βάδισε ήρεμα μέσα από τα στενά προς μια κατεύθυνση που είχε χαράξει από την αρχή μες στο μυαλό του.
Λίγα λεπτά αργότερα βρέθηκε απέναντι από έναν τοίχο ο οποίος ήταν “άσπιλος”, αγνός, λευκός.
Στάθηκε απέναντι του σαν να στεκόταν απέναντι από ένα άγριο ζώο το οποίο προσπαθούσε να το τιθασεύσει… ή μάλλον να το ημερεύσει. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να ασκήσει βία στον τοίχο, δεν ήθελε να προσβάλει την ελευθερία του, ήθελε απλά ο τοίχος να δεχτεί αυτό που θα έκανε.
“Αν κάποιος ακούσει τις σκέψεις μου θα με περάσει για τρελό… τρελό;!! Μα τι λέω, ο ηπιότερος χαρακτηρισμός θα είναι το τρελός. Κι όμως για εμένα κάθε αντικείμενο έχει μια οντότητα, μια ελευθερία. Ακόμα και ένας φαινομενικά άψυχος, λευκός, ψυχρός τοίχος έχει κάτι που εμπνέει σεβασμό. Αυτόν τον σεβασμό είναι που θέλω να διατηρώ. Δεν θέλω και δεν επιδιώκω με ότι δημιουργήσω πάνω σε ένα αντικείμενο να χάσει αυτό… αυτό που το χαρακτηρίζει.”
Με αυτές τις σκέψεις – κάθε φορά ίδιες – επεδίωκε να έρθει πιο κοντά στο αντικείμενο κάνοντας συγχρόνως και την αυτοκριτική του. Ήταν μια λειτουργία που τον έκανε να σκέφτεται καθαρά για το τι ακριβώς θέλει να δημιουργήσει πάνω στην επιφάνεια που είχε επιλέξει.
Άνοιξε το σακίδιο του έβγαλε τα μάλλινα γάντια, φόρεσε σε κάθε χέρι από δύο χειρουργικά για να μην λερωθεί, έβαλε μια χειρουργική μάσκα και έσκυψε πάνω από το σακίδιο για να επιλέξει πια χρώματα θα χρησιμοποιούσε για αυτό το γκράφιτι.
Καθώς έπιανε τις ψυχρές επιφάνειες των φιαλών έφερνε στο μυαλό του την αίσθηση που είχε αποκομίσει από την πόλη λίγες ώρες πριν την νέα χρονιά αλλά και από τις ματιές… από τα βλέμματα των ανθρώπων που σε λίγες ώρες θα στήριζαν όλες τις ελπίδες και τα όνειρα τους στο νέο που ερχόταν. Ξεροκατάπιε.
Γύρισε και ξανακοίταξε τον λευκό τοίχο χωρίς να έχει πάρει ούτε μια φιάλη στα χέρια του.
«Το λευκό είναι το χρώμα της πίστης, της διαφάνειας… της ειλικρίνειας και της αγνότητας… όλα όσα περιμένει κανείς από μια νέα αρχή. Όμως με τι πρέπει να το συνδυάσεις ώστε το μήνυμα να μην είναι μπερδεμένο… αλλά από την άλλη να είναι τελείως ξεκάθαρο;» Αναρωτήθηκε ο Μάριος ψιθυρίζοντας.
Ξανακοίταξε μέσα στο σακίδιο του, έπιασε ένα σπρέι και έγραψε στο τοίχο δυο λέξεις.
Καλή Χρονιά!!!
Πέταξε το σπρέι πάλι μέσα στο σακίδιο έβγαλε τα γάντια και την μάσκα, φόρεσε τα μάλλινα γάντια του, που αψηφούσαν την θέληση του Μάριου για ανακούφιση από την παγωνιά και έφυγε βαδίζοντας αργά χωρίς να κοιτάξει καθόλου πίσω.
“Αυτός ο λευκός τοίχος είχε να πει πιο πολλά από εμένα, εγώ απλά πιστεύω πως του έδωσα τον τρόπο να τα πει πιο άμεσα”. Είπε στον εαυτό του χωρίς ίχνος στεναχώριας.
“Το κόκκινο είναι το χρώμα που δένει απόλυτα με μια αγνή και αμόλυντη νέα αρχή, γιατί είναι το χρώμα της αγάπης, της ενότητας και της έντασης είναι το ζεστό καυτό χρώμα που θα ποτίσει το κενό του λευκού.”
Καθώς περπατούσε κατάλαβε πως είχε ξεχαστεί, κοίταξε βιαστικά το ρολόι του, ήταν δώδεκα και πέντε, μόλις είχε έρθει ο νέος χρόνος. Έπρεπε να το γιορτάσει.
Μπήκε στο πρώτο μαγαζί που βρήκε ανοικτό και πήρε μια μπύρα.
«Καλή χρονιά φίλε!!!!» Του είπε ένα ζευγάρι και τσούγκρισαν μαζί του τα ίδια μπουκάλια μπύρας.
«Ευτυχώς πρόλαβα να ευχηθώ σε όλη την πόλη». Είπε χαρούμενα.
«Τι είπες;»
«Χρόνια πολλά!!!»