ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ

 

«Ήσουνα υπέροχη, θα μπορούσα να σε κοιτάζω για ώρες.»

«Νομίζω πως υπερβάλεις λίγο.»

«Λες;»

«…»

 

Τους κοίταζα και προσπαθούσα να ακούσω κάθε λέξη τους, δεν ξέρω το γιατί αλλά αυτή η ιστορία μου κέντριζε το ενδιαφέρον. Πιθανόν να συνέβαινε αυτό γιατί έβλεπα τον Βασίλη να τα χάνει μπροστά στην θέα της Μαριάννας ή ακόμα γιατί στο βλέμμα της κοπέλας μπορούσα να διακρίνω την αποδοχή του φλερτ. Την παρατηρούσα και αντιλαμβανόμουν πόσο πολύ ήθελε να μιλάει με τον Βασίλη, πόσο θα ήθελε να έχει περισσότερο θάρρος αυτός ο άντρας και εγώ με την σειρά μου αναρωτιόμουν πως αυτός δεν είχε καταλάβει τίποτα από όλα αυτά!!!

 

Ωστόσο επειδή μια δυσάρεστη αίσθηση με έχει κυριέψει και πιστεύω ότι γίνομαι φανερά αδιάκριτος ως προς τις ζωές των ανθρώπων λέω να αποχωρήσω από το διήγημα αφήνοντας χώρο στην αφήγηση και στην ιστορία ώστε να πάρει τον δρόμο της και να κάνει την δουλειά της. Εγώ με την σειρά μου θα περιμένω – όπως και εσείς – τις συνέχειες!!

 

«Θες να έρθεις μαζί μας, λέμε να πάμε σε έναν φίλο που έχει ένα μεζεδοπωλείο στου Ψυρρή, για τσίπουρο και μεζεδάκια.» Ο Βασίλης σαν να δίστασε λίγο όμως μια ευκαιρία σαν αυτήν εδώ ήταν που έψαχνε τόσο καιρό που την ακολουθούσε σε κάθε γωνιά της πόλης, όπου έπαιζε με την θεατρική της ομάδα, έτσι πριν προλάβει να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι δεν ήθελε να ακολουθήσει πρόλαβε να πει ένα βεβιασμένο “Nαι”.

 

Η Μαριάννα χαμογέλασε κοιτάζοντας τον στα μάτια, ο κοντραμπασίστας από την πλευρά του έφερε ξανά στα αυτιά του αυτόν τον γελοίο ήχο που είχε το “Ναι” του και κοκκίνισε. Πολύ θα ήθελε να έχει ακόμα μια ευκαιρία για να αλλάξει αυτόν τον κακόγουστο ήχο.

 

Η παρέα των έξι – πλέον – είχε διασχίσει την Αθηνάς και περπατούσε στα ημισκότεινα στενά του Ψυρρή. Αφού διένυσαν την Κακουργοδικείου – πόσο παράξενο όνομα για δρόμο – σκέφτηκε το αγόρι που πριν από λίγο έπαιζε τον Γκαρσέν, βγήκαν στην γωνία Αγίας Ελεούσης και Μιαούλη, δεν πρόλαβαν να προχωρήσουν καν ένα βήμα και στα αυτιά τους έφτασε μια μουσική μέσα από το γωνιακό μαγαζί που βρισκόταν ακριβώς στην ένωση των δυο οδών. Κοίταξαν με απορία ο ένας τον άλλον, αφού ο συγκεκριμένος χώρος ήταν κλειστός από χρόνια, σχεδόν από τα χρόνια που το Ψυρρή είχε να αρχίσει να παραδίδει τα σκήπτρα της πρωτοκαθεδρία του στην Αθηναϊκή νύχτα στον Κεραμικό.

 

Το έντονο φως που ξέφευγε μέσα από μικρά κενά που σχημάτιζαν οι αυτοσχέδιες κουρτίνες, που προφανώς κάποιοι είχαν κρεμάσει εν είδει σκηνικού, τράβαγαν την προσοχή.

 

«Πάμε να δούμε;»

 

Ρώτησε με μια παραίνεση στην φωνή η κοπέλα που στο θεατρικό ενσάρκωνε τον ρόλο της Φλοράνς.

 

Όλοι συμφώνησαν. Πλησίασαν, προσπάθησαν να καταλάβουν τι συμβαίνει μέσα εκεί αλλά χωρίς να μπορούν να δουν καλά αυτό στάθηκε αδύνατο. Ο Βασίλης χωρίς να το σκεφτεί πολύ πλησίασε κοντά στην πόρτα, την έσπρωξε βάζοντας λίγη δύναμη και η πόρτα υποχώρησε σχετικά εύκολα, δίπλα του στεκόταν σαν να ήταν άυλη η Μαριάννα χωρίς όμως να μπορεί να δει ούτε αυτή τι συνέβαινε εκεί μέσα.

 

«Τι κάνουν;» Ρώτησε τελικά με περιέργεια, ωστόσο είδε στο πρόσωπο του κοντραμπασίστα ένα χαμόγελο σαν εκείνα που σχηματίζονταν στο πρόσωπο του όταν έπαιζε μουσική με το βαθύχορδο του.

«Ζωγραφίζουν!!!» Της απάντησε ψιθυριστά.

«Να δω.» Ακούστηκε η φωνή μιας κοπέλας από την παρέα, ο Βασίλης χωρίς να καταλάβει ποια του μιλούσε έκανε στην άκρη και άφησε να πλησιάσουν οι υπόλοιποι.

 

«Περάστε, περάστε.» Ακούστηκε μια φωνή και δεν χρειάστηκαν δεύτερη πρόσκληση, αυτή ήταν αρκετή για να μπουν και να δουν έξι καβαλέτα να περικυκλώνουν μια κοπέλα που στεκόταν στην μέση του χώρου καλυμμένη μόνο με ένα μπορντό σεντόνι.

«Δεν υπάρχει πρόβλημα;» Ρώτησε ο Βασίλης – δείχνοντας με τα μάτια την κοπέλα – έναν μέτριου αναστήματος τύπο, με περίεργα χτενισμένα μαλλιά που έδειχνε να είναι ο υπεύθυνος για ότι συνέβαινε εκεί μέσα.

«Όχι, περάστε.» Τους απάντησε και το χαμόγελο του έδειχνε πως ήθελε να μπουν μέσα στο παλιό μαγαζί.

«Γι’ αυτό ζωγραφίζουμε εδώ, σε αυτόν εδώ τον χώρο, για να μπορούν οι περαστικοί να μπαίνουν, να βλέπουν, να νιώθουν τι κάνουμε. Και να ξέρετε ότι είναι μόνο για μια μέρα, για μια ολόκληρη μέρα.»

«Δεν καταλαβαίνω, τι εννοείς;» Ρώτησε η Μαριάννα.

«Νοικιάσαμε… τέλος πάντων, τρόπος του λέγειν είναι το νοικιάσαμε, περισσότερο ταιριάζει εδώ το “μας τον παραχώρησαν τον χώρο”, για να κάνουμε μια διαφορετική εικαστική βραδιά.

Και πραγματικά πιστεύω πως είστε τυχεροί, γιατί αυτή είναι η πρώτη μας βραδιά και ήταν τόσο ξαφνική η ιδέα μιας τέτοιας δράσης που δεν της έχω δώσει ακόμα όνομα, ωστόσο το concept είναι το εξής:»

 

Από αυτόν τον χώρο θα περνάνε όλη μέρα – για ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο – ζωγράφοι, ερασιτέχνες οι πιο πολλοί, και θα ζωγραφίζουν για μάξιμουμ δυο ώρες ότι υπάρχει εκείνη την στιγμή στο κέντρο που σχηματίζουν τα καβαλέτα. Το θέμα ωστόσο κάθε τρεις ώρες θα αλλάζει ενώ ενδιάμεσα τα έργα που τελειώνουν θα διατίθενται προς πώληση στους επισκέπτες – σαν εσάς – με ένα μικρό ως τυπικό κόστος.» Τους κοίταξε για λίγα δεύτερα και τους ρώτησε.

«Πως σας ακούγεται το σχέδιο;»

«Είναι πολύ καλή ιδέα.»

«Ευχαριστούμε…! Γιάννης!!» Τους είπε απότομα και άπλωσε το χέρι του.

«Βασίλης.»

«Μαριάννα.»

 

Στην λίγα λεπτά σιωπής που δημιουργήθηκε η Μαριάννα είχε τον χρόνο να παρατηρήσει τον χώρο, τα χρώματα, τα σχέδια και τα σχήματα που ζωγράφιζαν οι έξι ζωγράφοι που βρισκόντουσαν στον χώρο εκείνη την στιγμή. Το βλέμμα της μετά έπεσε στην κοπέλα με το μπορντό ύφασμα και ένιωσε την ένταση της δημιουργίας. Αποστασιοποιήθηκε και σαν να αιωρούνταν αισθάνθηκε πως αυτοί οι εφτά άνθρωποι μέσα στον χώρο ενώνονται ψυχικά και αποδίδουν αυτό που νιώθουν αλλά και αυτό που χωρίς να το καταλαβαίνουν λαμβάνουν από τον άλλον. Ακόμα και ένα ανεπαίσθητο κούνημα των χειλιών κάποιου μπορεί να επηρεάσει την σκέψη και την οπτική ενός άλλου. Άπλωσε το χέρι της ψάχνοντας στον αέρα να βρει αυτό του Βασίλη, έκανε δυο κινήσεις στον αέρα και μετά σαν να ένιωσε την αύρα του έπεσε πάνω του και το έσφιξε με τα δάχτυλα της. Τότε ήταν που το ελαφρύ σφίξιμο από τα δάχτυλα του κοντραμπασίστα την χαλάρωσαν και χαμογέλασε σαν παιδί.

 

«Πάμε να φάμε;!» Είπε σχεδόν γελώντας ο “Γκαρσέν” βλέποντας όλη την σκηνή, δεν φάνηκε να θέλει να περιμένει για κάποια απάντηση και πήρε στην αγκαλιά του την “Φλοράνς” και βγήκαν από την πόρτα.

 

«Καλή συνέχεια.» Ευχήθηκε ο Βασίλης στον Γιάννη ο οποίος με την σειρά του είπε πως σίγουρα κάπου θα ξανασυναντηθούνε.