Ήταν οι καλύτερες μέρες-ήταν οι χειρότερες μέρες.
Καπνός , φωνές ,αίμα, άνθρωποι στους δρόμους να παλεύουν για τις δικές τους ιδέες , για τα δικά τους ιδανικά, για κάτι που ονειρεύτηκαν κάποτε -Την ελευθερία που άλλοι πρόλαβαν να ζήσουν και άλλοι φαντάστηκαν . Ο ήχος από το ακόνισμα της λεπίδας ακούγεται σαν το ενοχλητικό ρολόι που μετράει ενώ ο χρόνος μένει εκεί αγέρωχος – αφού καμία αλλαγή δεν έρχεται να σου επιβεβαιώσει ότι πέρασε. Κάποιος τιμωρείται σήμερα. Κάποιος τιμωρείται χρόνια σε ένα κελί, κάποιος γιατί αγάπησε και άλλος γιατί αγαπήθηκε, κάποιος τιμωρείται γιατί δεν πρόλαβε να επιλέξει την ζωή που του φορέθηκε και κάποιος θυσιάζεται μην έχοντας τίποτα να θυσιάσει. Δυο πόλεις , δύο κόσμοι , τόσο διαφορετικοί και τόσο όμοιοι ταυτόχρονα. Ο θάνατος και η εκδίκηση δεν αναγνωρίζει πρόσωπα , ούτε πόλεις . Όλοι ίσοι, όλοι ίδιοι . Ήταν οι καλύτερες μέρες , ήταν οι χειρότερες μέρες. Δεν μπορείς να διαχωρίσεις πια το καλό και το κακό όταν σκοτώνεις για να μην σε σκοτώσουν , να προλάβεις για να μην σε προλάβουν. Το μόνο που σε κινεί πια είναι η εκδίκηση, το πιο μισητό συναίσθημα του ανθρώπου.’’ Επέστρεψε στην ζωή’’ ψιθύρισαν από το πλήθος… πως επιστρέφει ένας ζωντανός νεκρός στην ζωή όταν καλείται να πληγώσει ότι τον κρατούσε ζωντανό τόσα χρόνια… πως επιστρέφεις άραγε στην ζωή όταν δεν μπορείς να ζήσεις… Το χάσμα και το μίσος δυο πόλεων δεν γεφυρώνεται , μέρα με την μέρα μεγαλώνει, οι πόλεις είναι όπως οι άνθρωποι όταν νιώσουν το μίσος δεν τους σταματάει τίποτα, ίσως μόνο ο έρωτας …
Ήταν οι καλύτερες μέρες…
Ήταν οι χειρότερες μέρες…
Ήταν οι μέρες που χιλιάδες άνθρωποι πάλευαν για μια ιδέα με διαφορετικά κίνητρα- για αυτό κάθε μέρα είναι η καλύτερη και η χειρότερη μέρα…
Του Charles Dickens.
Σκηνοθεσία: Μάκης Κατσούλης.
Παίζουν: Γιώργος Γεροντιδάκης, Πέτρος Γούτης, Γιώργος Γιαννίμπας, Αλίκη Βουτζουράκη, Γιάννης Αθανασόπουλος, Λία Τσάνα, Ζέττα Ζάρκου, Αριστοτέλης Σφήκας, Μάκης Κατσούλης, Δημήτρης Βεκιάρης, Εύα Δημητροπούλου.
Σκηνικά – Κοστούµια: Αγγελική Πουλή, Μάνια Βορεάκου.
Φωτισµοί: Σεµίνα Παπαλεξανδροπούλου.
Φωτογραφίες: Γιώργος Γιαννίμπας