Θέλω να σου εκχωρήσω τις ώρες της κοινής μου ησυχίας.
Βόλτες τρεις το ξημέρωμα, σε άδεια βενζινάδικα. Υπό τη χλεύη σφραγισμένων αντλιών. Καφέδες απ’ τα μηχανήματα. Ελεεινοί. Σερβιρισμένοι μονάχα για τον ήχο των κερμάτων.
Ταξίδια με πλαστικά αλογάκια. Από περίπτερο σε περίπτερο. Προσχολικές μουσικές. Ξενυχτισμένα παιχνίδια.
Μπίρες στις νησίδες.
Αναρρίχηση στα κατεβασμένα ρολά των μαγαζιών.
Ώρες κοινής ησυχίας. Μεσημβρινής και νυχτερινής. Γνωρίζω δολοφόνους, που τηρούν με χριστιανική ευλάβεια το γράμμα αυτό του νόμου.
Σκότωσε, είναι παράλογο να περιμένεις ως το ξημέρωμα.
Μα εκείνος δεν τραβά τη σκανδάλη.
Σκοτώνεις έναν, δίνεις ζωή σε άλλους διακόσιους. Άσε να τους ματώσει η αϋπνία. Ξέρεις πόσοι στριφογυρίζουν στα στρώματα παρακαλώντας για ένα ουρλιαχτό; ‘Όλοι αυτοί, το επόμενο πρωί, σε ονομάζουν δολοφόνο.