Δεν ήταν το φως του ήλιου που με ξύπνησε αλλά το πήγαινε – έλα των ανθρώπων έξω απ’ το παράθυρό μου.
Μέρες τώρα τα πρωινά είναι βαριά και η ανάγκη μου να παραμείνω στη θέση μου (όποια κι αν είναι αυτή) είναι μεγάλη. Μα η Άνοιξη προχωρά δίχως να υπολογίζει το δικό μου γκρι και έτσι ο ήλιος παίζει με τις αποχρώσεις του πράσινου πάνω στα φύλλα, έξω ακριβώς απ’ το παράθυρό μου.
Η ζωή δεν είναι μια πραγματικότητα που υπάρχει· είναι μια ψευδαίσθηση που συμβαίνει. Και γω δεν ξέρω τι πραγματικά βλέπω και τι στ’ αλήθεια ζω.
Το φως, ο αέρας και τα φύλλα είναι η μόνη σιγουριά που μου προσφέρεται. Και ενώ θέλω τόσο να παραμείνω στην θέση μου, τα δεδομένα αλλάζουν και γω δεν βρίσκομαι εκεί που πίστευα γιατί τίποτα δεν μένει ίδιο όπως εγώ επιθυμούσα.
Οι μυρωδιές αλλάζουν, τα χαμόγελα πληθαίνουν και τα όνειρα που δεν πιστέψαμε μας εκδικούνται.
Αυτή η εκδίκηση γίνεται η κινητήριος δύναμη ν’ αποχωριστώ την θέση μου και να κινηθώ ακόμη κι αν δεν ξέρω προς τα πού να πάω. Ό,τι δεν πίστεψα και ό,τι δεν κυνήγησα με εκδικείται με την παρουσία του τίποτα.
Τα λουλούδια στο βάζο επιστρέφουν στο σπίτι την κραυγή της αποχώρησής τους απ’ το χώμα. Η κραυγή που πέφτει στους τοίχους επιστρέφει σε μένα. Κραυγές αδύναμες μπροστά στις σιωπές που έζησα. Κραυγή – ενέργεια- κίνηση. Κάτι συμβαίνει που δεν προλαβαίνω να δω. Κάτι τρέχει μπροστά μου σε θολή εικόνα.
Σηκώνομαι, υπάρχω και αφήνω την ζωή να πλάσσει ιστορίες, να με ξεγελάσει, να με λατρέψει, να μ’ ονειρευτεί.
Ανοίγω το παράθυρο, σηκώνω το κεφάλι και αντικρίζω ένα μπλε ουρανό κομματιασμένο από άσπρα σύννεφα.
– Τα όνειρα δεν χρειάζονται σύννεφα μα τα σύννεφα είναι ονειρικά –
Έτσι μόνο η ζωή συμβαίνει.-