Οι άνθρωποι έρχονται στην ζωή μας για να φύγουν… είπε, άλλη μία φορά φεύγοντας ,από αυτό που δεν μπόρεσε να την κρατήσει. Τίποτα και ποτέ δεν μπορεί να την κρατήσει, να την γεμίσει , να της δοθεί με τους δικούς της όρους. Μόνο όσα δεν μπορεί να ζήσει ζει, γιατί μόνο τότε δεν μπορεί να φύγει και πανηγυρίζει στα κρυφά για το κατόρθωμα να μείνει κάπου όπου και πάλι όμως δεν έμεινε – δεν έζησε. Παίρνει το σακίδιο στην πλάτη και περιπλανιέται σαν τσιγγάνα. Όπου την βγάλει ο δρόμος, η μοίρα , το άγνωστο , το αλάνθαστο ένστικτο που πάντα την οδηγεί στην σωστή πόρτα. Όμως δεν την ανοίγει, πάντα την κοιτάει και δίνει μια μικρή παράταση. Δεν ξέρει τον λόγο απλά ακούει αυτή την φωνή μέσα της που της λέει όχι ακόμη , φύγε και έλα πιο μετά και πιο μετά …. Και το πιο μετά χάνεται στο άπειρο και γίνεται τίποτα . Πώς να αντέξει μια τσιγγάνα να ζει με ελπίδα στο πιο μετά , το τώρα την κινεί και την πάει ακόμη πιο μακριά… και όμως βαθιά μέσα της ξέρει ότι ήταν η σωστή πόρτα και ας μην την άνοιξε ποτέ… Οι στιγμές είναι για να φεύγουν… είπε, άλλη μια φορά αφήνοντας πίσω σκηνές ζωής. Τις φωτογράφησε μέσα της για να μην τις ξεχάσει και έφυγε ακόμη πιο μακριά … το βάρος των στιγμών ασήκωτο, και η ίδια περήφανη τσιγγάνα πάλι μπροστά στην πόρτα. Αν δεν είναι τώρα δεν θα είναι ποτέ… είπε και γέλασε γιατί θυμήθηκε πως όσες φορές το είπε στην ζωή της το πλήρωσε ακριβά… και τι παράξενο… έφυγε…. ελεύθερη και μόνη. Αυτή είναι η φύση της… άλλωστε δεν της απέδειξε ποτέ κανείς το αντίθετο.