Σου γελάω και μέσα μου σπαράζω γιατί δεν έχω τίποτα,
ούτε καν αυτό που έχω πλάσει στο μυαλό μου.
Είσαι το παραμύθι που απεγνωσμένα ήθελα κάποιος να μου διαβάσει,
μόλις όμως τελειώσουν οι λιγοστές σελίδες τελειώνεις και εσύ.
Με αφήνω ηθελημένα σε ένα μονοπάτι που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος.
Βλέπω τριγύρω γκρεμό, κλείνω τα μάτια και σου δίνω τα χέρια μου.
Σκορπάς λίγα φιλιά και με τραβάς σε έναν έρωτα αλήτη που δεν γνωρίζει
πρόσωπα, δεν ακούει καρδιές , μόνο παρασέρνει για άγνωστο προορισμό.
Προσπαθώ να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου αλλά αυτές δεν υπακούνε.
Παίρνω μέρος σε έναν πόλεμο που γνωρίζω την κατάληξη του από πριν,
είμαι άοπλη και φωνάζω σε έναν Θεό που πεισματικά αρνείται να με ακούσει.
Σου ζητάω πολλά και με τιμωρείς δίνοντας μου το ελάχιστο.
Αγαπώ την αρρώστια μου και ο πυρετός μου προκαλεί παραισθήσεις.
Το παραδέχομαι, κλαίω σαν νεογέννητο,
εμπιστεύομαι την καρδιά μου σαν μικρό παιδί,
και σαν μεγάλη γυναίκα πονάω.
Και κάθε πόνος καλέ μου αφήνει και μια πληγή μέσα μου ανοιχτή
που όσα χρόνια και να περάσουν δεν κλείνει και έχει γεμίσει το κορμί μου τρύπες
που από εκεί χάνω σιγά-σιγά την ψυχή μου.
Προτιμώ να σιωπήσω και να μην ξέρεις τίποτα,
άλλωστε τι νόημα θα είχε…
Αν ήθελες θα άκουγες ακόμα και την σιωπή μου.
Αφού έπαιξα όλους τους ρόλους θα αποχωρήσω σαν άντρας,
με το κεφάλι ψηλά και την καρδιά μου στα χέρια.
Το αίμα ας χυθεί κάτω.
Τουλάχιστον να δεις πίσω μου τα ίχνη που θα αφήσω.