Τα πρωινά για την δουλειά ήταν βαρετά. Η ζωή είχε βαλτώσει στην ρουτίνα και τη νωθρότητα της επανάληψης. Τίποτα το καινούριο, τίποτα το ιδιαίτερο. Κάθε μέρα έβλεπες τους ίδιους ανθρώπους, να κάνουν τα ίδια πράγματα. Σχεδόν νόμιζα πως έχω μάθει τα ωράριά τους, ακόμη και τα ρούχα που φορούσαν ορισμένες μέρες της εβδομάδας. Η κα Τζένη βγάζει τον σκύλο για βόλτα στις 07.00, ο κος Κώστας ξεκινάει από το σπίτι του για την δουλειά στις 08.15, ακόμη και ο γαλατάς με τον παλιατζή περνάνε μία συγκεκριμένη ώρα από τη γειτονιά. Τα πάντα τριγύρω ακολουθούσαν έναν συγκεκριμένο ρυθμό. Μέχρι που εμφανίστηκες εσύ. Τότε άλλαξαν τα πάντα, μέσα και έξω μου. Δεν σε είχα ξαναδεί στη γειτονιά μέχρι τότε. Από εκεί και στο εξής όμως σε πετύχαινα συνέχεια, ίσως επί σκοπώ. Η νοσταλγία στα αμυγδαλωτά σου μάτια, και η θλίψη στην ομορφιά σου, με συγκίνησαν από την πρώτη στιγμή που σε κοίταξα. Μου έλεγες μια ιστορία με τις κινήσεις και τις ματιές σου, και έβλεπα την επιθυμία σου να γνωριστούμε. Δεν έδωσα όμως και πολλή σημασία. Μέσα σε αυτή τη μεγαλούπολη δύσκολα μπορείς να ξαναπετύχεις κάποιον άνθρωπο που σου αρέσει. Πολλοί είναι οι έρωτες που χάνονται μέσα στη βαβούρα του πλήθους. Και τότε ψιθύρισα μέσα μου, πως αν είναι γραφτό, θα ξαναβρεθούμε.

 

Ήταν Τρίτη πρωί. Τα πάντα στη γειτονιά κυλούσαν με τους γνωστούς ρυθμούς. Καμία διαφοροποίηση στον ορίζοντα. Ντύθηκα και ξεκίνησα για τη δουλειά, όπως κάθε άλλη Τρίτη άλλωστε. Μπαίνοντας στα γραφεία, η καρδιά μου άρχισε για έναν περίεργο λόγο να χτυπάει πιο δυνατά, σαν να είχα προαίσθηση για ένα πράγμα, σαν να επρόκειτο κάτι να συμβεί. Ο βηματισμός μου αυξήθηκε, και το βλέμμα μου ανήσυχο περιπολούσε ολόγυρα μήπως αρπάξει κάτι. Και ήσουν εκεί. Καθόσουν σε μία γυριστή καρέκλα μπροστά από τον υπολογιστή και έγραφες. “Νέα άφιξη στη δουλειά”, φώναξε ένας συνάδελφος, και χαμογέλασα με την άκρη του χείλους μου. Βρισκόσουν εκεί για την πρακτική σου. Τελικά, η προαίσθησή μου ήταν σωστή. Και εκείνη την ημέρα, ήξερα ότι η ζωή μου θα άλλαζε για πάντα. Ήρθα να σε χαιρετήσω και σου έπιασα την κουβέντα. Μια κουβέντα που κράτησε για οχτώ μήνες. Μέσα σε αυτό το διάστημα γνώρισα πτυχές του έρωτα που ποτέ μέχρι τότε δεν γνώριζα, ούτε φανταζόμουν ότι υπάρχουν. Μου είπες λόγια που ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα μου έλεγε κανείς και με έκανες με τρόπο αβίαστο να σε ερωτευτώ. Ίσως και άθελά σου, αλλά το έκανες.

 

Όλον αυτόν τον καιρό η καθημερινότητα φάνταζε διαφορετική, αλλαγμένη, πιο ενδιαφέρουσα. Ακόμη και αν ο γαλατάς περνούσε την ίδια ώρα, ακόμη και αν η κα Τζένη έβγαινε την ίδια ώρα από το σπιτικό της, όλα ήταν διαφορετικά. Ίσως βέβαια να τα έβλεπα και με άλλα μάτια. Μέχρι που αυτό το παραμύθι έληξε, αν και δεν το ήθελα. Αναγκάστηκα να βάλω φρένο στο συναίσθημα για χάρη της λογικής. Η σχέση μας, αν όντως ήταν σχέση, δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Όχι γιατί δεν το θέλαμε, αλλά γιατί δεν μπορούσαμε να παραδεχτούμε πόσο πολύ αγαπάει ο ένας τον άλλον. Αφήσαμε τους εγωισμούς μας ελεύθερους, και δέσαμε κόμπο στην καρδιά τις κρυφές μας επιθυμίες. Το μυστικό μας, η μικρή μας αμαρτία έφτασε πρόωρα στο τέλος της χωρίς να το θέλει. Αποφασίσαμε να το τελειώσουμε γιατί δεν οδηγούσε πουθενά, αγνοώντας πως εμείς οι ίδιοι ήμασταν εκείνοι που δεν του δίναμε κατεύθυνση. Έπειτα, η δουλειά, οι καθημερινές υποχρεώσεις, η διαφορά ηλικίας, και άλλα πολλά αγκάθια, ήρθαν να προστεθούν στο στεφάνι του χωρισμού, που φορέσαμε εκείνο το καλοκαιρινό δειλινό. Δεν ήθελα να φτάσω στο σημείο να σε αφήσω, για να δω αν με αγαπάς, και μέχρι που διατίθεσαι να φτάσεις για να με αποκτήσεις, ούτε εσύ να αποδεχτείς με ψυχραιμία την δική μου απόφαση, χωρίς καμία αντίδραση, και χωρίς καμία εξήγηση…

 

Μετά από δύο χρόνια επανάληψης της ανιαρής καθημερινότητας, που σε τίποτα δεν θύμιζε τις μέρες που ήμασταν μαζί, σε συνάντησα για μία τελευταία φορά στο μανάβικο της γειτονιάς. Και τότε αισθάνθηκα την καρδιά μου να θερμαίνεται και να ξαναχτυπά, μέσα από την κατάψυξη, όπου την είχα τοποθετήσει για τόσο καιρό. Τα μάτια σου μου έλεγαν την ίδια ιστορία με εκείνη όταν σε πρωτογνώρισα, και το βουρκωμένο βλέμμα σου δεν άφηνε περιθώρια πως και εσύ ακόμη με θες, όπως και εγώ, που προσπάθησα να σε ξεχάσω, αλλά ποτέ δεν το κατάφερα. Ήρθα να σου πιάσω την κουβέντα, όπως τότε στο γραφείο. Σε ρώτησα πως είσαι, και μου είπες πως όλα πάνε καλά, και συμβαίνουν όμορφα πράγματα στη ζωή σου. Και τότε, ενώ από τη μία χάρηκα, γιατί θέλω να περνάς καλά, αφού σε αγαπώ, από την άλλη στενοχωρήθηκα γιατί θα ήθελα να είμαι μαζί σου σε αυτές τις όμορφες στιγμές. Και εκείνη την μικρή στιγμή κατάλαβα την μεγάλη αγάπη που έτρεφα για το πρόσωπό σου, όμοια με την πρώτη αγάπη που αισθάνονται οι άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο… Μακάρι να γύριζα τον χρόνο πίσω και να άλλαζα όλα όσα έκανα λάθος, να ανάσταινα όλες τις όμορφες στιγμές που θρυμμάτισα με την ανασφάλεια και τις ανησυχίες μου, και να σε αγκάλιαζα ξανά. Και τι δεν θα ‘δινα για να ερχόσουν πάλι. Όταν όμως σε συνάντησα μετά από τόσο καιρό, δεν βρήκα το κουράγιο να στο πω. Με χαιρέτησες, μου χαμογέλασες και έκανες να φύγεις…