Χιονόμαλλος, με μύτη φρέσκια βιολογική, μάτια αμυγδαλωτά, χείλη φλουδομανταρινένια, ατενίζει το γκριζωπό σύννεφο καπνού που αναδύεται απ’ την καπνοδόχο του έκτου πατώματος. Τέσσερα χιονοχρόνια πριν. Στο ίδιο μπαλκόνι, με τα σοκολατόκουμπά του να τρέμουν απ’ το κρύο, πίστεψε στη λευκή καρδιά των Χριστουγέννων…

 

Πρώτη χιονιά που γιόρταζε σ’ απόσταση πνοής από την οικογένειά του. Δυο παιδικά πατήματα από τα παγωμένα μάγουλα της κόρης του. Μια μοσχοχιονισμένη ανάσα από τις οπές των φλογερών κουμπιών του κρυσταλλένιου έρωτά του. Δυο ημέρες πέρασαν μαζί. Τόσο ήταν το προσδόκιμο χιονάνθρωπης ζωής στο κλεινόν άστυ.

 

«Κράτα τον κόσμο ολόκληρο ζεστό», προτρέπει τον Θεό μία γλυκόφωνη μητέρα…

 

«Κράτα το χιόνι ζωντανό», παρακαλά τα σύννεφα ο άλιωτος πατέρας…