Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός μήνα από την απρόσμενη φυσική απουσία του Νίκου Παναγιωτόπουλου (6/11/1941 – 11/01/2016), ένα κείμενο για την ταινία του σπουδαίου δημιουργού, η οποία βγήκε στις αίθουσες ένα μήνα πριν τον θάνατό του.


Το φανταχτερό μπορεί να είναι και κιτς. Ο όρος «κιτς» καθιερώθηκε από Γερμανούς τεχνοκριτικούς στην πρώιμη καπιταλιστική εποχή του 19ου αιώνα, όταν επικράτησε η αντίληψη ότι είναι λάθος (και οικονομικά ασύμφορο) η δυνατότητα αγοράς του «ωραίου» μόνο από πλουσίους. Συνεπώς είναι και δικαίωμα των φτωχών, εφόσον τους αρκεί μία φτηνή απομίμηση. Άλλωστε το αισθητήριο ούτε διδάσκεται, ούτε αγοράζεται, ούτε (απαραιτήτως) κληρονομείται. Η ταινία ξεκινά με αφιέρωση στους αδερφούς Μαρξ, στον Μπουνιουέλ και στον Τσέχωφ, του οποίου η ‘γλυκόπικρη’ τρυφερότητα μίας λεπταίσθητης ειρωνείας (στα έργα του που αποκαλούσε κωμωδίες) συμπνέει με την ευαισθησία (ευ + αίσθηση) του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Οι προσκεκλημένοι καταφθάνουν στον χώρο της δεξίωσης ως σκόρπιες ψηφίδες στην πινακοθήκη των υποστάσεών τους. Ο οικοδεσπότης και ιδιοκτήτης της βίλας (Γιάννης Μπέζος) αναφέρει για τον πρόγονό του που διατεινόταν ότι η γενιά του κρατά από μία μεριά του Ναπολέοντα. Η προέλευση και η κοινωνική θέση των καλεσμένων ποικίλουν αρκούντως ώστε να διεθνοποιηθεί η εγχώρια ασυνεννοησία, που αν μη τι άλλο αποτελεί ένα ανθοφόρο είδος με πολυετή συμπτωματολογία σε εντόπια ήθη και παραδόσεις. Ο Ιταλός τεχνοκρίτης (Λάκης Λαζόπουλος) εστιάζει στη γνησιότητα της πλαστογραφίας με ακολούθους δύο τυχοδιώκτες (Γιάννης Στάνκογλου, Νίκος Καρδώνης) και έναν επίδοξο καλλιτέχνη (Χρήστος Λούλης). Οι φιγούρες (παρα)τίθενται σαν σε (περι)φορά από πασαρέλα σωρείας επιθυμιών, σχεδόν ομοιόμορφων στην πολύμορφη αμορφία της κοινοτυπίας τους. Ανάμεσά τους, μία γυναίκα ενήμερη περί τέχνης (Δήμητρα Ματσούκα) και ένας καταλυτικός θυμόσοφος (Δημήτρης Καταλειφός). Για τη συμμετοχή μου στην ταινία γνώριζα ελάχιστα: ένας Τσεχοσλοβάκος που (ανα)φέρει κάτι σχετικά με τον καλό στρατιώτη Σβέικ και ένα συνοπτικό πλαίσιο μυθοπλασίας. Πέραν τούτου, αντίστοιχα επίσης κανείς από τους ηθοποιούς δεν είχε τίποτε περαιτέρω υπόψη του για το σενάριο. Για να λειτουργήσει η θεμελιώδης ανοιχτότητα του ηθοποιού όπως τη ζήτησε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος στον τρόπο με τον οποίο η κάμερα συνθέτει τις πινελιές των (αντι)δράσεων: συνδαιτυμόνες μίας (κατά πως τους φαντάζει) σιγουριάς με μοναδική βεβαιότητα την ψευδεπίγραφη ιδιοσυστασία της στην αυθεντικότητα της άγνοιάς τους. Οι ηθοποιοί, έχοντας ο καθένας αντίστοιχα δεδομένα ως υλικό εργασίας, είχανε να (αντ)αποκριθούν στην έκπληξη της (εκάστοτε) στιγμής, σε καθετί απρόβλεπτο. Σε μία κλοουνερί ενός Θεάτρου του Παραλόγου, όπου το γέλιο παραμορφώνε(τα)ι (σ)τις εκφράσεις του γκροτέσκο.

Η βίλα που έχει στη διάθεσή της την «Κόρη του Ρέμπραντ», μπορεί να κτίστηκε σε χώμα παλιού αρχοντικού τεμπέληδων εύφορης κοιλάδας. Η απατηλή λάμψη της φανταχτερής ματαιοδοξίας θαμπώνει τον κάλπικο καμβά. Ο χώρος της αυλής καθορίζεται (και) από την πισίνα του. Ένας αέρας αρκεί για να διευρύνει το ένυδρ(ει)ο (στο) πεδίο του κάδρου. Ο Διευθυντής της Αστυνομίας (Νίκος Χατζόπουλος) διασφαλίζει την προστασία θεσμών (μετα)κινούμενος εντός και εκτός βίλας, ακόμη και εναερίως. Η παρουσία του εγγυάται (για) ένα σαφές κύρος, ανάλογο έως και ενός συμβούλου του Προέδρου των Η.Π.Α., όπως εκείνο του α λα Henry Kissinger – «Dr. Strangelove» (Peter Sellers) του Stanley Kubrick. Πρέσβεις διαφόρων προελεύσεων (Στάθης Λιβαθινός, Χρήστος Μουστάκας, Δημήτρης Πιατάς) παρελαύνουν με έτερους εταίρους ως αεικίνητα ανδρείκελα συνιστώντας μία μικρή κοινότητα σε συμπόσιο πρόσκαιρης υποχρεωτικής(;) συνύπαρξης. Κάποιοι ερωτοτροπούν ή καμώνονται πως φλερτάρουν με το άπιαστο (η Δούκισσα Νομικού ως «μη μου άπτου» καταδεικνύει εξελισσόμενο δυναμικό στην υποκριτική) και (περι)στρέφονται γύρω από την τέχνη που δεν είναι ό,τι ήταν κάποτε, όπως και ποτέ δεν ήταν αυτή που ήταν. Η ταύτιση καλλιτέχνη και έργου έχει διανύσει μεγάλες αποστάσεις, όπως ενός δρομέα που η μοναξιά του ενίοτε οδηγεί την τέχνη ακόμη και σε επαναλαμβανόμενη στασιμότητα (ότ)αν (εκ)τίθεται ως θέ(α)μα μίας κιτς απομίμησης ζωής, ευπώλητο στην ένδεια προς (κατ)ανάλωση αδαών. Στην ένδεια ενός παιχνιδιού, που (ενδεχομένως) αγνοεί ότι οι κανόνες του (συν)τίθενται από τις εξαιρέσεις του. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος συγκροτεί τις εκφάνσεις του «σουρεαλιστικού» χιούμορ με (οπτικά – ηχητικά) γκαγκς καταγωγής Buster Keaton και Pierre Étaix, (αντι)στικτικά ενορχηστρωμένα στον λυρισμό του Σταμάτη Κραουνάκη. Καθώς το θέατρο αντικατοπτρίζει την περιβάλλουσα φύση, το κοινό των μαριονεττών ατενίζει το κουκλοθέατρο της κενοδοξίας του. Οι καλεσμένοι βγαίνουν από τη βίλα (παρα)πατώντας στον βηματισμό των απορ(ρο)ιών τους. Αδειάζουν τη φιλμική εικόνα από την παρουσία τους προχωρώντας στο πλαίσιο ενός κάδρου, όπου το μόνο που δεν φαίνεται, είναι η κορνίζα του. Περπατούν στη νύχτα, έξω από την πισίνα, με μόνη τους γνώριμη την άγνοια, η οποία δεν διαφοροποιείται επ’ ουδενί είτε μιλούν είτε όχι όπου και να (παρα)βρίσκονται. Κάπου εκεί ακούγεται και ένας σκύλος. Τα αχόρταγα πρόσωπ(ει)α έχουν πασαλειφθεί παστωμένα στην αμετροέπεια των απολαύσεων μίας απληστίας. Το πλάνο κλείνει ανοιχτό.