Το πρώτο άγαλμα έβαψε τα ρούχα του στο χρώμα των ματιών σου.
Το δεύτερο έκλαψε, όπως κλαίς στις τρείς και δεκαεπτά το ξημέρωμα.
Το τρίτο δάκρυσε, εξαιτίας ενός ελεεινού φεγγαρόφωτου που σφηνώθηκε στα μάτια του.
Δεν περιγράφεται η πετρωμένη θλίψη. Είμαι υπο(χρεωμένος) όμως να στην περιγράψω.
Ο κόσμος συντηρείται από το κατά συρροήν της βλέμμα.
Απόψε, ο γάτος ήρθε με διάθεση να αφήσει την τελευταία του ασθματική ανάσα.
Μετάνιωσε ακαριαία. Φοβάται, όπως εσύ. Πεθαίνει αποσπασματικά. Πάνω που πάει να χαθεί, το παίρνει πάλι απ’ την αρχή.
Γρήγορα θα βαρεθεί το πείραμα του θανάτου. Δυστυχώς για εκείνον, αντίκρισε τον έρωτα ευκρινώς. Σύντομα, άγαλμα κι αυτός θα καταντήσει. Με ψεύτικο μουστάκι και σκαλιστή ουρά.
Τη μέρα που θα πεθάνει, θα πάψω να πιστεύω στον έρωτα και στον Θεό. Ο Θεός γνωρίζει. Τον έχω προειδοποιήσει.
Ο έρωτας δεν χρειάζεται να ξέρει. Παίζει βρώμικα ο δύσμοιρος.