«Αναπηρία είναι το ταλέντο. Αναπηρία για τον ίδιο τον άνθρωπο που μπορεί να έχει κάποιο ταλέντο. Είναι μια κατάσταση που δεν την ελέγχεις, αλλά σε ελέγχει αυτή. Μια εμμονή, κάτι που αν δεν το ακολουθήσεις δεν μπορείς να πορευτείς. Αναπηρία χαρακτηρίζω κάτι που είναι απροσάρμοστο. Το ταλέντο δεν μπορεί να προσαρμοστεί. Γίνεσαι λοιπόν απροσάρμοστος και είσαι συμβατός σε μια μόνο συνθήκη. Αυτό είναι απόλυτα περιοριστικό. Ο άνθρωπος είναι και πρέπει να είναι προσαρμοστικό ον. Ο καλλιτέχνης δεν είναι. Κι αν είναι, τότε μάλλον δεν είναι πολύ καλλιτέχνης», μου είπε ξεκινώντας κάπως απρόσμενα την συζήτησή μας.
Δηλαδή η ίδια, που είναι τόσο ταλαντούχα, θεωρεί ότι είναι ‘’θύμα’’ της τέχνης της; Λίγο αργότερα μου έλυσε πολλές από τις απορίες μου και κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι για ένα καλλιτέχνη να είναι ευφυής. Καθώς η Ελένη Ράντου είναι αυτή που είναι, όχι μόνο εξαιτίας του ταλέντου της, αλλά και εξαιτίας του μυαλού της. Δεν παίζει ‘’ρόλους’’ εκτός σκηνής, είναι ειλικρινής και ανθρώπινη, έχει άποψη, είναι σύγχρονη και ζωντανή, κατάφερε να μην γίνει ‘’προϊόν’’ και έχει πολλά ακόμη χαρακτηριστικά που την κάνουν τόσο δημοφιλή όσο είναι. Ωστόσο η ίδια, μετά από χρόνια καριέρας, αναρωτιέται αν αξίζει πράγματι την αγάπη μας…
«Έχω εισπράξει πολλή αγάπη μέσα από τη δουλειά. Μεγάλη αποδοχή! Δεν το είχα φανταστεί ποτέ. Βέβαια ο κόσμος έχει αποδεχτεί τη Ράντου, όχι την Ελένη. Το λέω γιατί δεν ξέρω αν θα είχα πάρει τόση αγάπη από τους ανθρώπους αν έκανα άλλη δουλειά. Γι’ αυτό πολλές φορές αναρωτιέμαι αν το αξίζω όλο αυτό. Νιώθω ανεπαρκής για να δέχομαι τόση αγάπη και πολύ λίγη γι’ αυτό που μου δίνουν οι θεατές σε κάθε παράσταση. Ακόμη και σήμερα, δεν μπορώ να συνηθίσω το χειροκρότημα. Ποτέ δεν το έχω δεδομένο και κάθε βράδυ εκπλήσσομαι με τον ίδιο τρόπο όταν βλέπω ανθρώπους να χειροκροτούν όρθιοι, να φωνάζουν, να συγκινούνται. Το χειροκρότημα σού δείχνει ότι βαδίζεις σωστά, ότι άξιζαν οι κόποι σου, ότι κάτι έκανες καλά… αλλά όταν είναι έντονο σού δείχνει και αγάπη. Και εγώ, επειδή δουλεύω πολύ έντιμα, το παίρνω προσωπικά το χειροκρότημα. Δεν εννοώ σε σχέση με τους άλλους ηθοποιούς που παίζουμε μαζί, αλλά σε σχέση με το κοινό. Έχω προσωπική σχέση με το κοινό την ώρα μιας παράστασης. Το χειροκρότημα μού επιβεβαιώνει ότι πέτυχε η επικοινωνία μας!»
-Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια στο Θέατρο, έχετε καταλάβει γιατί γίνατε ηθοποιός;
Όχι, ακόμη δεν ξέρω! Μικρή έκανα πολύ πιο μικροαστικά όνειρα. Για παράδειγμα ήθελα να γίνω γιατρός ή κάτι τέτοιο πιο μεγαλεπήβολο, πιο ‘’κανονικό’’ (γελάει). Τελικά σπούδασα γαλλική φιλολογία και μπορώ να πω ότι σαν επιστήμη της γλώσσας με βοήθησε πολύ σε μεταφράσεις αλλά και σε θέματα κατανόησης. Μέσα από τη γλώσσα καταλαβαίνεις έννοιες, νοήματα, συναισθήματα, την ψυχή του κάθε λαού. Η γλώσσα και το θέατρο, έχουν σαν κέντρο τους τον άνθρωπο. Ίσως αυτό με τράβηξε σε αυτή τη δουλειά! Ωστόσο μερικές φορές σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα αν δεν ήμουν ηθοποιός. Δεν ξέρω όμως αν θα με γέμιζαν το ίδιο ή αν θα ήμουν 100% ο εαυτός μου. Αυτό που είμαι πήρε χώρο μέσα από το θέατρο. Δεν μπορώ να πω ότι το θέατρο διαμόρφωσε τον χαρακτήρα μου όσο ότι τον εξέλιξε. Μου έδινε την δύναμη να εξελιχθώ, να έχω άμεση σχέση με την αλήθεια μου, να μου επιτρέπει κοινωνικά να είμαι ελεύθερη. Στο θέατρο υπάρχει μια υπέρβαση στο μη συμβατικό. Σαν χώρος είναι πιο ανοιχτός στο διαφορετικό απ’ ό,τι ένας πιο τεχνοκρατικός.
-Σε τι διαφέρουν δηλαδή οι ηθοποιοί από τους υπόλοιπους ανθρώπους;
Αν είμαστε πράγματι διαφορετικοί, δεν είμαστε με την έννοια του καλύτερου. Δεν είναι ποιοτικός ο διαχωρισμός. Ίσως διαφέρει η στάση που έχουμε για τη ζωή. Λειτουργούμε λίγο διαφορετικά. Άλλοτε είμαστε πιο αντισυμβατικοί, άλλοτε πιο ανεξάρτητοι και άλλοτε πιο ανάπηροι! Αναπηρίες και ελαττώματα έχουμε βέβαια όλοι, αλλά οι αναπηρίες του καλλιτέχνη είναι ομολογημένες. Θέλει δύναμη και τόλμη για να αποδεχτείς τον εαυτό σου όπως ακριβώς είναι. Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να δούμε τα τρωτά μας σημεία και να μην τα κρύβουμε. Η αναπηρία μας είναι το διαβατήριό μας για αυτή την δουλειά. Στεκόμαστε σε μια σκηνή και πρέπει να αντέξουμε χίλια μάτια που μας κοιτάνε. Είναι μια κοινωνική ανάκριση! Αντίθετα στις υπόλοιπες δουλειές είναι δεδομένο ότι θα κρύψεις τις αδυναμίες σου. Εμείς γινόμαστε από ανάγκη ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, χωρίς όμως να σημαίνει απαραίτητα ότι είμαστε μέσα μας καλύτερα από τους άλλους.
-Αυτό που έχει ενδιαφέρον στην περίπτωσή σας, είναι το πώς καταφέρατε να παραμείνετε καλλιτέχνης και να μην γίνετε προϊόν των Μέσων!
Το έχω αναρωτηθεί κι εγώ αυτό, αλλά κατάλαβα ότι ο χαρακτήρας μου δεν ήταν τέτοιος ώστε να πέσω στην ‘’παγίδα’’. Δεν το έκανα συνειδητά, αλλά από ένστικτο. Πάντα ήμουν ειλικρινής και αυτή η ειλικρίνεια ήθελα να βγαίνει στις δουλειές μου. Η πιο εύστοχη κριτική που νομίζω ότι γράφτηκε για εμένα – όταν είχαν βέβαια ακόμη νόημα οι κριτικές- ήταν του Μηνά Χρηστίδη που έγραψε όταν είχα πρωτοβγεί πως: «…όταν βλέπεις τη Ράντου στο θέατρο είναι σαν να ανέβηκε ένας θεατής στη σκηνή και λέει την ιστορία του»! Δεν ξέρω πώς γίνεται και μέσα από τα χρόνια η επαγγελματική ενασχόληση δεν το μόλυνε αυτό, αλλά κάθε φορά έτσι νιώθω. Μοιράζομαι κομμάτια ζωής. Δεν τα βλέπω όλα σαν δουλειά ή σαν εμπόριο. Μάλιστα όταν κάνω παύσεις, παίρνω τις πιο ουσιαστικές ανάσες καθημερινότητας που με βοηθάνε να είμαι καλή όταν ξεκινήσω ξανά τη δουλειά και με οδηγούν σε αυτό που νιώθω ότι θα μου αρέσει. Και αυτό μπορεί να είναι πραγματικά το οτιδήποτε!
-Δεν έχετε ποιοτικά κριτήρια που λαμβάνετε υπόψιν σας;
Είναι πολύ σχετικός όρος η ποιότητα. Δεν μπορείς να τη βαφτίσεις και να πεις τι είναι ποιότητα και τι όχι. Μπορεί κάτι να θεωρείται ποιοτικό και μετά από κάποια χρόνια να δεις ότι είναι σκουπίδι. Μπορεί να συμβεί και το αντίθετο. Υπάρχουν και εποχιακές νευρώσεις κατά καιρούς που ορίζουν κάτι ως ποιοτικό και τρέχουν όλοι να το δουν ή να το ακούσουν και μετά το ξεχνάνε. Σήμερα, για παράδειγμα, που συνεργάζομαι με το Εθνικό Θέατρο, είναι μια στιγμή που η κοινωνία δε δείχνει τον φορέα αυτό με την ποιοτική έννοια που τον έδειχνε παλιότερα. Οπότε οδηγός μου είναι το να κάνω κάτι που βγαίνει από την ψυχή μου. Αυτό είναι ποιότητα! Να ακούς το ένστικτό σου και να είσαι κάπου που θα νιώθεις γεμάτος συναισθήματα και θα επικοινωνείς όσα θέλεις να πεις. Εξάλλου στην Ελλάδα κατά καιρούς μπορεί να απαξιώνονται όλα και μετά από λίγο να εκτοξεύονται ξανά!
-Γιατί το κάνουμε αυτό;
Γιατί είμαστε επαρχία! Αλλά δυστυχώς δεν είμαστε επαρχία λόγω θέσης και μεγέθους, είμαστε επαρχία στη νοοτροπία. Μπορεί να μη μας αρέσει, αλλά είναι η αλήθεια μας. Δεν έχουμε το έντονο κοινωνικό πλαίσιο που βλέπαμε στις ελληνικές ταινίες, αλλά υπάρχει μια νέα τάξη πραγμάτων που είναι εξίσου ισχυρή. Λειτουργούμε ακόμη με όλα τα κλισέ, με τα «τι θα κάνει ο ένας και ο άλλος» και τα «τι θα πει ο κόσμος»! Και στην τελική δεν μάθαμε και ποτέ τι είπε αυτός ο κόσμος που όλο κάτι λέει! (γελάει) Για να πούμε όμως την αλήθεια, είμαστε έξυπνοι για επαρχιώτες. Είμαστε χαρισματικοί, ανοιχτοί άνθρωποι. Το μέσα μας είναι σε πλήρη διάσταση με το έξω μας: είμαστε σε ένα μικρό σώμα αλλά με μεγάλη διάνοια. Αυτό είναι που μας κάνει να μην μπορούμε να σταθούμε ούτε στον επαρχιακό τρόπο ούτε στον μητροπολιτικό τόπο.
-Τι λύση θα προτείνατε;
Θα πρότεινα να αποδεχτούμε την ιδιαιτερότητά μας! Αν εντοπίσουμε και αποδεχτούμε τα ελαττώματα μας, θα βρούμε αυτομάτως τρόπο να τα διαχειριστούμε. Αυτό συμβαίνει και σε προσωπικό επίπεδο. Ένας έξυπνος άνθρωπος πρέπει να χρησιμοποιεί τα ελαττώματά του σαν προτερήματα! Το να αρνούμαστε τα τρωτά μας σημεία και να παριστάνουμε κάτι που δεν είμαστε, δεν μας βοηθάει ούτε ατομικά, ούτε σαν κοινωνία. Ωστόσο, κανένας δεν κάθεται να βελτιώσει τον εαυτό του. Αυτό πάντα μου έκανε εντύπωση στην χώρα αυτή! Ενώ με τεράστια ευκολία μπορούμε να δούμε τι κάνει ο απέναντι και να τον κρίνουμε, δεν βλέπουμε ποτέ τι κάνουμε οι ίδιοι. Είναι πολύ ελληνικό αυτό. Αν με την ίδια κριτική αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε και τους εαυτούς μας, θα αναπτυχθεί μια καλύτερη κοινωνική συνείδηση. Μπορούμε να το κάνουμε και με χιούμορ, δεν είπα να αυτομαστιγωνόμαστε. Αρκεί να αντιμετωπίσουμε στα ίσια τους εαυτούς μας.
-Η Φιλουμένα που υποδύεστε στο Εθνικό Θέατρο, πως αντιμετώπισε τον εαυτό της;
Η Φιλουμένα είναι λαμπρό παράδειγμα για όλα. Αντιμετώπισε τον εαυτό της με θάρρος, τόλμη και ειλικρίνεια! Τη θαύμασα πολύ φέτος που τη γνώρισα καλύτερα. Είναι η πρώτη φορά που κάνω ηρωίδα και όχι αντί-ηρωίδα. Πάντα είχα κόντρα με τις ηρωίδες γιατί αγαπάω τις αντί-ηρωίδες, αλλά η Φιλουμένα είναι η πρώτη που με συγκίνησε. Ίσως αυτό είναι ένα δείγμα ότι μεγάλωσα. Όταν είμαστε νέοι έχουμε μια διάθεση να ‘’τσαλακώσουμε’’ ότι είναι κατεστημένο και να το φέρνουμε στα μέτρα μας. Στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είχα ανάγκη να πειράξω τη Φιλουμένα ή να κάνω και καλά πρωτοποριακή άποψη. Συνομίλησα μαζί της και την άφησα να με πάει στα λημέρια της. Με πήγε ένα βήμα μπροστά! Μου έμαθε πώς είναι να είσαι στέρεος αλλά και βαθιά συναισθηματικός και πώς θα γίνει να μην κλαίγομαι και να μην μου επιτρέπω κακομαθημένους πανικούς. Την είχα τελικά πολύ ανάγκη στην ζωή μου. Γιατί κυνηγώντας το εύθραυστο “ναρκισσεύεσαι” με λάθος τρόπο.
-Την παρουσιάζετε σαν να είναι όντως ένα υπαρκτό πρόσωπο, σαν μια φίλη σας!
Μα, πράγματι γίναμε φίλες (γελάει). Συνομιλώ με τις ηρωίδες μου, είναι σαν να τις παίρνω στο αμάξι για να κάνουμε μια ωραία βόλτα και να μου πούνε αυτές τα δικά τους και εγώ τα δικά μου. Η Φιλουμένα όμως με έφτυσε κανονικά και με ξύπνησε! Η μαγκιά της είναι ότι αποφάσισε να επιβιώσει. Θέλει μεγάλη δύναμη αυτό. Είμαστε σε μια εποχή που πιο εύκολα αυτοκτονεί κανείς -κυριολεκτικά ή μεταφορικά- παρά ορθώνει ανάστημα. Η Φιλουμένα είπε ότι θα ζήσει και ζει, χωρίς να πατάει επί πτωμάτων. Λειτούργησε με έναν τρόπο που μπορούμε να νιώσουμε μόνο λαοί που έχουμε ζήσει τη φτώχια. Είχε αυτή την τρομερή υπομονή στον πόνο. Ένας φτωχός λαός υπομένει και περιμένει. Η Φιλουμένα κουβαλάει τον σταυρό της 25 χρόνια, χωρίς να κλάψει ή να παραπονεθεί. Αν διαβάσει το έργο ένας Αμερικάνος θα σου πει: «μα καλά γιατί δεν έφυγε αυτή η γυναίκα»; Δεν καταλαβαίνει τι σημασία έχει να έχεις δικαίωμα στην ελπίδα! Βέβαια στην Ελλάδα φτάνουμε στο άλλο άκρο. Είμαστε λίγο κλαψομούνιδες και χρησιμοποιούμε τον πόνο μας. Είναι κομμάτι της μιζέριας μας. Ειδικά στις μέρες μας, χάσαμε ένα κομμάτι της αξιοπρέπειάς μας και μάλιστα όχι επειδή μας το πήραν οι άλλοι, αλλά γιατί μόνοι μας τους το δώσαμε!
-Πιστεύετε όντως ότι τώρα χάθηκε η αξιοπρέπειά μας;
Τη χάσαμε στην εποχή της μεγάλης χλίδας, του μεγάλου πλούτου. Στα καλά δεν λένε ότι φαίνεται ο άνθρωπος; Εκεί χάνεις την αξιοπρέπειά σου και όχι όταν τρως απ’ τα σκουπίδια. Αναξιοπρεπές ήταν το lifestyle της εποχής, οι νοικιασμένες λιμουζίνες, τα trendy ρούχα που τα φορούσες για να δειχτείς, όλη αυτή η σαθρή νοοτροπία που ζήσαμε. Υπάρχει μια οπισθοδρομική τάση σε όλο τον πλανήτη, δεν είναι μόνο θέμα της Ελλάδας. Η παγκοσμιοποίηση δεν μας αφήνει πια περιθώρια, συμβαδίζουμε. Πιστεύω ότι τα αποτελέσματα της εποχής που διανύουμε θα είναι σημαντικά και θα φανούν άμεσα. Αρκεί να μην προκύψει εμφυλιακό κλίμα, κάτι που δυστυχώς υπάρχει ήδη. Αν δεν γίνει αυτό θα βγούμε καλύτεροι άνθρωποι από το χαστούκι που φάγαμε. Βέβαια θα ελλοχεύει και πάλι ο κίνδυνος να ακολουθήσουμε τον εύκολο δρόμο -αυτή είναι η φύση του ανθρώπου- αλλά όλα είναι στο χέρι μας. Υπάρχουν στοιχεία μεγάλης ανθρωπιάς. Το θέμα είναι προς τα πού θα γύρει η ζυγαριά. Τουλάχιστον ας έχουμε ανοιχτά τα αυτιά μας και τα μυαλά μας. Πρέπει να ξέρουμε τι γίνεται γύρω μας, γιατί επηρεάζουν τα πάντα πια την ζωή μας.
-Όλα αυτά τα λαμβάνετε υπόψιν σας όταν διασκευάζετε ένα κείμενο, όπως κάνατε τώρα με το έργο του Εντουάρντο ντε Φιλίππο;
Σίγουρα! Όταν κάνεις μια διασκευή είναι σαν να πλάθεις έναν καινούργιο Θεό δίπλα στον μεγάλο Θεό. Πρέπει να πάρεις ένα κείμενο και να το κάνεις πιο σημερινό, να αφορά το κοινό ακόμη περισσότερο, να μιλήσει πιο άμεσα στη ψυχή του. Στην προκειμένη η εμπειρία στη σκηνή, δίνει μεγάλο προβάδισμα στο πώς θα διαχειριστώ ένα κείμενο. Διότι ξέρω ακριβώς πια θα είναι η αποτελεσματικότητα αυτού που γράφω. Πώς θα περαστεί δηλαδή στο κοινό. Μου αρέσει πολύ αυτό το κομμάτι της συγγραφής γιατί είναι μοναχικό. Αντίθετα η ιδιότητα του ηθοποιού είναι συνολική και θέλει πολλή περισσότερη ενέργεια. Δεν μου ήταν ποτέ θελκτικό να βρίσκομαι μέσα σε πολύ κόσμο. Βέβαια το μεγαλύτερο επίτευγμα αυτής της παράστασης ήταν ότι μέσα σε δύο μήνες, 18 εντελώς διαφορετικά άτομα που δεν έχουν συνεργαστεί ποτέ ξανά μαζί, έγιναν ομάδα! Αυτό ήταν πρωτόγνωρο για μένα και για τον τρόπο που έχω μάθει να λειτουργώ.
-Τελικά, τώρα που έχει προχωρήσει η συνεργασία σας με το Εθνικό Θέατρο, νιώθετε ότι “ξεβολευτήκατε” από τον τρόπο που είχατε μάθει ως τώρα να λειτουργείτε ως επικεφαλής μιας ομάδας ή ότι βολευτήκατε καθώς δεν περνάνε πια όλα απ’ το χέρι σας;
Και τα δύο. Βολεύεσαι οικονομικά γιατί είναι συγκεκριμένα τα χρήματα, ξέρεις πότε θα τα πάρεις, δεν έχεις να αγχωθείς για τεχνικά και γραφειοκρατικά ζητήματα, αλλά από την άλλη ξεβολεύεσαι γιατί από εκεί που λειτουργούσες όπως ήθελες, ξαφνικά πρέπει να μπεις στα πλαίσια των άλλων. Νιώθω λοιπόν από την μία ασφάλεια και από την άλλη ανασφάλεια, γιατί ήμουν κακομαθημένη και δεν είχα μάθει να δουλεύω με τόσο πολλά άτομα. Τελικά όμως αυτό είναι που με εντυπωσίασε στη δουλειά αυτή, σε συνδυασμό και με την αποδοχή που έδειξε ο κόσμος! Περίμενα ότι θα συναντήσω ένα άλλο κοινό, που δεν είναι το κοινό που με παρακολουθεί. Περίμενα ψυχρότητα, πιο δήθεν κόσμο και ότι δεν θα επικοινωνώ όπως θέλω γιατί έχω μάθει να παίζω σε πιο μικρά θέατρα. Λάθος μου. Η επικοινωνία είναι απίστευτη και το κοινό τρομερό. Τα έχασα, με εξέπληξαν απίστευτα! Μαθαίνω συνέχεια μέσα από αυτή τη δουλειά. Θέλεις δεν θέλεις, αποκτάς κάποια στιγμή συμπεράσματα για τη ζωή, αλλά πλέον προσπαθώ να μην το κάνω. Είναι ωραίο να είμαστε ανοιχτοί σε όλα και να διαψευδόμαστε. Καμία φορά δεν είναι ίδια με την προηγούμενη. Αυτό λατρεύω στο Θέατρο.
-Μου αρέσει που αγαπάτε ακόμη τόσο πολύ την δουλειά σας!
(γελάει)