Τα ημερομήνια το ‘χανε δείξει καθαρά. Χιόνια δεν θα’ χανε τούτο το χειμώνα. Ούτε καν ψηλά στα βουνά. Ο κυρ Παντελής κουνούσε το κεφάλι του κάθε που τον ρωτάγανε, γύριζε το βλέμμα στον ουρανό, όχι στα πετούμενα, όχι για κάνα σημάδι, μόνο για να τους θυμίσει πως ο Θεός όριζε.

«Μήτε βροχές καλά-καλά!» παραδεχόταν στους πιο ψύχραιμους, κυρίως στο καφενείο, μακρά από τις γυναίκες και τότε μια σιωπή απλωνότανε στο μικρό δωμάτιο, θαρρείς ως και ο καπνός από τα τσιγάρα πάγωνε, πύκνωνε, κλείνανε οι τοίχοι, στριμώχνονταν η αγωνία κι η ανάσα.

Ύστερα, στα μέσα του καλοκαιριού, φάνηκε η πρώτη στέγη. Αυτή που φαινόταν πάντα πρώτη. Εκεί που η ανησυχία όλων, ο τρόμος κάποιων, στρεφόταν κάθε μέρα, καθώς τα νερά τις λίμνης υποχωρούσαν από την ξηρασία. Ό,τι είχε μείνει δηλαδή από τη στέγη του κυρ Ανέστη, που κύριο δεν τον έλεγες πια, γιατί από καιρό είχε αποδημήσει εις Κύριον όλων. Είχε το πιο ψηλό σπίτι φτιάξει στην είσοδο του χωριού, με δυο πατώματα και γερά χαγιάτια και μια στέγη δίρρηχτη, ασυνήθιστη κι ύστερα πήγε και πέθανε ο τυχερός, δεν πρόλαβε να το δει να γίνεται σημάδι του κακού.

Οι πιο τολμηροί, ίσως αυτοί που δεν είχαν πια να χάσουν και πολλά, περίμεναν με περιέργεια το μακάβριο θέαμα. Μια έλξη αλλόκοτη ασκούσαν πάνω τους τα πέτρινα κουφάρια που όριζαν κάποτε τις ζωές τους, όπως τα κουφάρια των σκοτωμένων ζώων στο δρόμο, που η εικόνα σφίγγει την καρδιά και το στομάχι, μα αιχμαλωτίζει το βλέμμα. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς μόνοι τους τις πέτρες τις είχαν φτιάξει σπίτια και περήφανοι ήταν γι αυτά. Κι όσος κι αν ήταν ο φόβος τους τώρα, ο καθένας το δικό του αναζητούσε καθώς υποχωρούσαν τα νερά. Κι αυτοί που ήταν πιο περήφανοι από άλλους, γιατί μεγαλύτερο σπίτι είχαν τότε και σε καλύτερη μεριά, τώρα περισσότερο δοκιμάζονταν. Κι αυτοί που είχαν τα ταπεινότερα, τα πιο χαμηλά, στα πιο χαμηλά του χωριού, με λίγη τύχη, μπορεί και να μην τα αντίκριζαν καθόλου φέτος.

Με το που φάνηκε η στέγη του κυρ Ανέστη, άρχισαν τα τηλεφωνήματα. Όσοι είχαν παιδιά κι εγγόνια στην πόλη, τους μήνυσαν να μην κατέβουν στο χωριό αυτό το καλοκαίρι. Ζέστη έκανε πολλή φέτος και τα κουνούπια τάχα μου, από τη λίμνη σου ρουφούσαν το αίμα. Κάποιοι απ’ τους ξενιτεμένους γνώριζαν. Καταλάβαιναν. Κάποιοι σταυροκοπιόντουσαν κι ας μην το συνήθιζαν. Όλοι ήξεραν όμως, πως ότι κι αν έκαναν, κάποιος θα βρισκόταν, κάποιος θα ερχόταν, μα ξένος, μα δικός, σαν από θαύμα! Όχι καλό, κακό θαύμα! Κάποιον πάντως θα έπαιρνε μαζί της και τούτη τη φορά!

 

Η Χαρά ήταν λίγο αλαφροΐσκιωτη. Έτσι την έλεγαν όλοι. Μερικοί χωρίς να ξέρουν τι σήμαινε καλά καλά. Ποτέ τους δεν μπόρεσαν να συνηθίσουν τα μαλλιά της τα κατάξανθα, λευκά σχεδόν, τα λευκά φρύδια, τα λευκά ματόκλαδα, τα ξεπλυμένα γαλανά μάτια. Σαν αερικό έμοιαζε σε πολλούς, που φτύνανε τον κόρφο τους σε κάθε συναπάντημα. Ο πατέρας της είχε εγκαταλείψει εκείνη και τη μάνα της όταν η Χαρά ήταν δεν ήταν τέσσερα. Η κυρά Θανάσαινα, που μόνο το όνομα της έμεινε, χωρίς τον κύρη, δεν την πολυχώνευε τη θυγατέρα της. Χάθηκε να βγει ένα παιδί σαν όλα τ’ άλλα; Δίκιο είχε ο Θανάσης της που πήρε των ομματιών του. Σε πάγωνε πανάθεμά την με το βλέμμα της, ούτε να τη μαλώσει δεν μπορούσε. Ποιος θα την έπαιρνε, ποιος θα την άντεχε, που ούτε η ίδια της μάνα δεν μπορούσε;

Κι όσο η Χαρά ένιωθε την αποστροφή τους, το φόβο τους, τόσο ικανοποίηση αντλούσε απ’ αυτόν, τόσο χαιρόταν να τους τον καλλιεργεί. Όμορφη θα ήταν αν δεν ήταν τόσο ξεπλυμένη. Το ήξερε. Μα το προτιμούσε. Για ανώτερο λογάριαζε τον εαυτό της από όλες τις υπόλοιπες, συνηθισμένες του χωριού. Κι ήταν σίγουρη πως ευτυχισμένη θα ήταν στη ζωή της, τον πιο όμορφο θα παντρευόταν, που θα τη λάτρευε σαν Θεά του. Τον πιο όμορφο τον ήξερε. Από τότε που πήγαιναν σχολείο. Τον είχε διαλέξει. Τον είχε αγαπήσει. Τον είχε φαντασιωθεί ακόμα και στο κρεβάτι της. Αυτόν ήθελε. Αυτόν πήρε.

 

Άφωνοι έμειναν όλοι τους με τα αρραβωνιάσματα. Πίσω απ’ τις πλάτες, μία κουβέντα πιπίλιζαν σαν καραμέλα. Είναι που δεν είχε κανέναν το παλικάρι. Κανέναν να τον συμβουλέψει, κανέναν να ανησυχήσει, κανέναν να τον σταματήσει. Ευτυχώς, έλεγαν μερικές. Ευτυχώς που χάθηκε νωρίς η κακομοίρα η μάνα του, θα την σκότωνε τούτο δω. Σαν πέπλο απλώθηκαν οι ψίθυροι. Σαν πέπλο κρουστό, βαρύ, διάφανο μα και αβάσταχτο, ίδιο με τα μάτια της, που άστραφταν από ευτυχία.

Το σπίτι τους, το πατρικό του, κοντά στην πλατεία τη μικρή, στα χαμηλά του χωριού, μόνος του το επισκεύασε. Πρόσθεσε ένα δωμάτιο ακόμα και μπάνιο, μεγάλωσε την κουζίνα, άλλαξε τη στέγη. Παλατάκι το έκανε. Τα απογεύματα. Τα βράδια. Μέχρι που δεν έβλεπε πια τη μύτη του. Έτσι έλεγε κάθε βράδυ και μόνο τότε τα παρατούσε, να προλάβει να κοιμηθεί μια στάλα, πριν πιάσει δουλειά το πρωί στο φράγμα. Κι η Χαρά, πριν το πρώτο φως, έτρεχε σαν αλαφιασμένη, να θαυμάσει τα καινούρια. Τριγύριζε στα δωμάτια, καθάριζε, φανταζόταν τη ζωή τους την τρισευτυχισμένη, έβγαινε στα παράθυρα κι έπαιρνε βαθιές ανάσες το πέπλο των ψιθύρων και της ζήλειας, που την έτρεφε.

Σύντομα μπήκε νύφη εκεί μέσα, στη μεγάλη του αγκαλιά χωμένη, με το δικό της πέπλο να σέρνεται στα πατώματα, να ακολουθεί τη διαδρομή τους στα δωμάτια, να χαϊδεύει απαλά τα έπιπλα τα καινούρια και τα παλιά, να τυλίγει τη βαθιά ανάσα της, να παίρνει την ηδονή της και να την απλώνει θαρρείς στο χωριό, να ενώνεται με το πέπλο των ψιθύρων και να το κάνει ασφυκτικό για τους άλλους όλους, ζωή για την ίδια.

Εκείνος χάθηκε στο φράγμα μια βδομάδα μετά. Την ίδια μέρα που ήρθε η ανακοίνωση της εκκένωσης. Θα τους αποζημίωναν, είπαν. Θα έστηναν ξανά το χωριό τους, μακριά από τις όχθες της τεχνητής λίμνης. Γι αυτό το έφτιαχναν το φράγμα. Για να πλημμυρίσουν τον τόπο. Το πέπλο των ψιθύρων διαλύθηκε. Φτιάχτηκε άλλο. Μαύρο, σκοτεινό. Αρκετοί βρήκαν το χρόνο και τη διάθεση, να πάρουν το νου απ’  τον ξεριζωμό και να τον αποθέσουν στη νιόπαντρη. Εκείνος χάθηκε. Δεν βρισκόταν πουθενά. Κάποιος είχε πει πως τον είδε να πέφτει, να τον καταπίνουν λάσπες και τσιμέντα. Μίλησαν για εργατικό ατύχημα. Κι άλλη αποζημίωση. Ποιος άκουγε; Ποιος πρόσεχε; Για πρώτη φορά τη λυπόντουσαν. Τη συμπονούσαν. Το μαύρο πέπλο του οίκτου, της ρούφηξε τη ζωή. Ο οίκτος τη μαράζωσε πιο πολύ απ’ τον πόνο.

Κλείστηκε στο σπίτι και δεν ξεμυτούσε. Η μάνα της τη φρόντιζε, χωρίς να μπορεί να της πάρει κουβέντα. Μονολογούσε, για το καινούριο χωριό που ήταν πιο ψηλά και θα ‘χε θέα τη λίμνη, ηλίθια κι αυτή, που ύφαινε το πέπλο του οίκτου, ακόμα πιο κρουστό. Η Χαρά άνοιγε τα παράθυρα της μόνο τη νύχτα. Έστρεφε το βλέμμα της προς το φράγμα που δεν έβλεπε κι έπαιρνε ανάσα χωρίς στάλα οξυγόνου. Ύστερα κοιτούσε κατά το νεκροταφείο, που ευτυχώς θα σωζόταν γιατί ήτανε ψηλά, στο σταυρό που μπήχτηκε στον τάφο τον κενό, που ποτέ δεν καταδέχτηκε να πάει να δει. Λόγος δεν υπήρχε. Θα γύριζε. Θα τον περίμενε όσο χρειαζόταν. Να ζήσουν τη ζωή που ονειρεύτηκε. Που της έταξε, με τα λόγια του και το κορμί του.

Όταν άρχισε η εκκένωση, χώθηκε στο υπόγειο. Σε μια εσοχή του τοίχου, πίσω από τα στοιβαγμένα ξύλα. Μέρες την έψαχναν. Μέσα κι έξω. Ποτέ δεν την βρήκαν. Το μαύρο πέπλο του οίκτου, δέθηκε κόμπος σφιχτός στο λαιμό της και την έπνιγε. Δεν είχε σημασία. Σύντομα εκείνος θα επέστρεφε κι έπρεπε να μπορεί να τη βρει εκεί. Αν έφευγε, θα την έχανε. Εκεί. Στο σπίτι τους. Θα ερχόταν. Αργά ή γρήγορα.

Πρώτα, ήρθαν τα νερά και σκέπασαν τα πάντα.

 

Το ζευγάρι που κατέφθασε, ήταν απ’ την Αθήνα. Ο Στέλιος και η Κατερίνα, έκαναν χάζι το στοιχειωμένο πέτρινο χωριό που αναδυόταν από τις λάσπες. Απόκοσμο το θέαμα. Έμπνευση για μια συγγραφέα όπως εκείνη. Κανένας δεν τους σταμάτησε.

Κατέβηκαν στο νεκρό χωριό, τη μέρα που και το τελευταίο σπίτι, στην μικρή πλατεία, στα χαμηλά του χωριού, άπλωνε τους τοίχους του στο φως και τη ζέστη του καλοκαιριού, κιόλας στεγνό. Συζητούσαν εκστασιασμένοι, για την τραγική ιστορία που είχαν ακούσει στην πόλη, για τα στόματα που παρέμεναν εδώ κλειστά, για το πέπλο μυστηρίου και ψιθύρων. Χώνονταν με τις γαλότσες τους στη λάσπη μέχρι τη γάμπα, δυσκολεύονταν στο επόμενο βήμα, μα βρήκαν το δρομάκι για την μικρή πλατεία. Πουλιά ακούγονταν από παντού, ενθουσιασμένα κι αυτά με τα ασυνήθιστα ευρήματα. Πετούσαν σπασμωδικά, χαμηλά, πάνω από τα κεφάλια τους, μικρά και μεγάλα, αφήνοντας ήχους ανατριχιαστικούς. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χαμογέλασαν, απολαμβάνοντας την αύρα του μέρους τη μακάβρια, που σαν σκηνικό ταινίας του Χίτσκοκ έμοιαζε.

Αυτό σχολίασαν τελευταίο πριν η πόρτα ανοίξει απότομα μπροστά τους. Αθόρυβα. Πριν ένα λευκό πανί, σαν νυφικό πέπλο ανεμίσει στο άνοιγμα, δίχως να φυσάει. Πριν, όρκο θα έπαιρναν και οι δύο, μια λευκή σιλουέτα κινηθεί, αθόρυβα κι αυτή, πίσω του. Πριν ένα γέλιο γεμάτο προσμονή και ευτυχία, μαζί και χλεύη για την τόλμη τους να παραμερίσουν το πανί και να μπουν, τρυπήσει τ’ αυτιά τους. Πριν ξαναδούν το πέπλο να σέρνεται στη λάσπη, να χαϊδεύει σάπια κομμάτια από έπιπλα στο πέρασμά του. Πριν, ένα «Ήρθες!» συρτό, συριστικό, σαν τον ανύπαρκτο άνεμο, κλείσει την πόρτα πίσω τους, όχι αθόρυβα αυτή τη φορά.

Ο Στέλιος πρόλαβε να δει τη λευκή σκιά ακόμα μια φορά κι ύστερα τρέμοντας άπλωσε το χέρι του ψάχνοντας για εκείνο της Κατερίνας. Το πάγωμα που ένιωσε στη σάρκα, τον έκαψε σχεδόν, δεν πίστευε ποτέ πως μπορούσε να υπάρξει.

Κι ύστερα ήρθε η βροχή…

Εκείνη βρέθηκε την επομένη, στο νεκροταφείο, ξαπλωμένη δίπλα σ’ έναν σταυρό, μπηγμένο σε τάφο κενό, με λεπτά, μαύρα κλαδιά τυλιγμένα στο λαιμό της, με το νεκρό της βλέμμα τρελό από αγωνία, πνιγμένη στη λάσπη. Εκείνος δεν βρέθηκε ποτέ. Τον έψαξαν. Οι ξένοι που ήρθαν. Κάτω από την καταρρακτώδη βροχή που έπεφτε αμείωτη για μέρες. Μάταια.

Το πέπλο των ψιθύρων σκέπασε για τα καλά και πάλι το χωριό κι η Χαρά ήταν και πάλι, έστω και για λίγο, ευτυχισμένη.

Τα ημερομήνια το έλεγαν πλέον καθαρά. Θα ‘χανε βαρύ χειμώνα!

 

Η Μαίρη Μανδάλη είναι Συγγραφέας και Πολιτικός Μηχανικός

Facebook:Μαίρη Μανδάλη

Facebook Page:Το φως των πλάνων αστεριών • Μαίρη Μανδάλη

http://www.vassosotiriou.gr/%CE%BC%CE%B1%CE%AF%CF%81%CE%B7-%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%B4%CE%B1%CE%BB%CE%B7/