Η συμμορία των μάγων, 2013.
Του Λουί Λετεριέ
Μαγεία. A kind of magic για να το θέσουμε όπως οι αγαπημένοι Queen. Όχι μαύρη και άλλα τέτοια. Ταχυδακτυλουργική περισσότερο. Οι 4 Καβαλάρηδες (της Αποκάλυψης ή έστω μιας άλλου τύπου αποκάλυψης) συναντούν την Συμμορία των έντεκα. Και γεννάνε το μείγμα: την συμμορία των (τεσσάρων) μάγων.
Now you see me ο πρωτότυπος τίτλος. Σε φάση τώρα με βλέπεις…και τώρα όχι. Ευφάνταστα μαγικά κόλπα που δεν είναι τόσο μαγικά όσο φαίνονται και οδηγούν σε καταδιώξεις, κυνηγητά γάτου με το ποντίκι, γάτου με την… ουρά του, car chases, ολογράμματα, μοίρασμα δολαρίων και ευρώ στο λαό, και ένα πληθωρικό καστ που μοιράζεται την μερίδα του λέοντος.
Η τετράς (Τζέσε Άιζενμπεργκ- ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ του “Social Network”, Άιλα Φίσερ- η σύντροφος του Σάσα-Μπόρατ-Κόεν, ο Γούντι Χάρελσον και ο Ντέιβ Φράνκο- μικρότερος αδερφός του Τζέημς Φράνκο) συγκεντρώνεται από το δρόμο και τα χαμαιτυπεία των μαγικών τρικς και της απατεωνιάς από άγνωστους εργοδότες με σκοπό μια σειρά μεγάλων κόλπων και σχεδίων. Showrunners ενός εκπληκτικού σόου στο Λας Βέγκας πραγματοποιούν ληστείες τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών, δηλαδή πλουσίων, και σκορπούν τα χρήματα στο κοινό. Κοινωνικά μηνύματα α λα Ρομπέν των δασών στο Βέγκας, yes it is! Στο κατόπι τους ο Μαρκ Ραφάλο ως πράκτορας του FBI μαζί με την εποπτεία της Interpol, στο καλοσχηματισμένο γαλλικό προσωπάκι της Μελανί Λοράν.
Αλλά τι από όλα είναι όπως φαίνεται; Στη μαγεία σχεδόν τίποτα άλλωστε. Οι λαγοί και οι άσσοιείναι καλά κρυμμένοι. Ή αν (νομίζεις πως) είσαι αρκετά παρατηρητικός μπορεί και να μην είναι.
To καλό είναι πως το διασκεδάζεις αρκετά, απολαμβάνεις τις καταδιώξεις, το ότι δεν έχει πολύ πιστολίδι (ναι, ξέρω, το έχω ξαναπεί ότι το έχω βαρεθεί αυτό το κομμάτι), την Άιλα Φίσερ και τη Μέλανι Λοράν, το θέαμα, την φαντασμαγορία, τους πάντα απολαυστικούς Μάικλ Κέην και Μόργκαν Φρήμαν, το κλισέ φλασμπάκ με την περιγραφή των κρυμμένων γρίφων και των plot twists.
Το κακό είναι ότι όσο και αν έχεις πάει προετοιμασμένος για όλα τα παραπάνω και δεν έχεις απαίτηση για τίποτα περισσότερο, δεν μπορείς να κλείσεις τα μάτια σε μερικές στιγμές που η μαγεία χάνεται και προκύπτουν φάουλ που βγάζουν το σενάριο σε θέση…οφσάιντ. Προσπαθώντας να γίνει περίπλοκο και να δικαιολογήσει αοριστίες και ανατροπές πλοκής απλώς και μόνο για να το κάνει, το φιλμ εγείρει ερωτήματα για τα οποία δεν βρίσκει απάντηση ούτε για ‘σένα, ούτε για τους ίδιους τους ήρωες του θα έλεγε κανείς. Εκτός αν το box office επιτρέψει δευτερότριτες ευκαιρίες στη συμμορία του Λετεριέ και των μαυροφορεμένων ταχυδακτυλουργών του με τη μορφή franchise που “σηκώνει” sequels.
Αν πάλι θέλεις κάτι εντελώς διαφορετικό, σε φάση σινεμά με τροφή όχι το ποπ κορν, αλλά περισσότερη σκέψη, υπάρχει αυτό εδώ το διαμάντι, από τα πρώτα στη σειρά διαδοχικών αριστουργημάτων του σκηνοθέτη του.
Μανόλια, 2000.
Του Πολ Τόμας Άντερσον.
“Μερικές φορές νομίζεις ότι τελειώνεις με το παρελθόν, όμως εκείνο δεν τελειώνει μαζί σου”. Η ατάκα αυτή που ακούγεται εις διπλούν στην ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον περικλείει όλο το ρεζουμέ και το κόνσεπτ του συνόλου της. Εκδηλώνει το χαρακτήρα σύγχρονης τραγωδίας από τη σκιά του αμαρτωλού παρελθόντος που κουβαλούν οι ήρωες της. Μια ρεαλιστική καταγραφή του ανθρωπίνου δράματος όπως βιώνεται στη σύγχρονη Αμερική. Η συνήθως καθ ‘όλα εξωραϊσμένη γη της επαγγελίας δέχεται εδώ χτυπήματα εκ των έσω που φέρουν το χαρακτήρα τρομοκρατικής γλωσσικής επίθεσης.
Ο νεαρός, τότε, ανεξάρτητος κινηματογραφιστής Άντερσον καυτηριάζει – υπερβάλλων στα πλαίσια του σατιρικού πάντα – τη δομή της αγιοποιημένης κοινωνίας, τα παιδιά της, τους προύχοντες, τις εξέχουσες τηλεπερσόνες. Κάνει το αμερικάνικο όνειρο μάζα από ζελέ κι έτσι απλά την εκτοξεύει στους τέσσερις τοίχους της περιορισμένων οριζόντων κοινωνίας. Κι εντυπωσιάζει με τη συμβολιστική και σουρεαλιστική σκηνή της κάθαρσης μέσω της βροχόπτωσης … βατράχων!
Μέσα από τις σπονδυλωτές ιστορίες του – οι οποίες στην πορεία αποδεικνύονται άμεσα συσχετιζόμενες μεταξύ τους – καταφέρνει να τοποθετήσει διακριτικότατα μια βόμβα στα θεμέλια της αμερικάνικης αντίληψης και “πραγματικότητας” παραδίδοντας μαθήματα ποιοτικού κι όχι ποσοτικού σινεμά.
Ένας παρουσιαστής τηλεπαιχνιδιού, η ναρκομανής κόρη του, ένας αστυνομικός, ένας ετοιμοθάνατος, η σύζυγος κι ο νοσοκόμος του, ένα παιδί-θαύμα κι ένας showman που παραδίδει μαθήματα (εγκε)φαλ(λ)ικής συμπεριφοράς είναι τα πρόσωπα που αποτελούν αυτό το γαϊτανάκι που διεγείρει τις αισθήσεις και κυρίως τη σκέψη, οικειοποιούμενο ακόμη και πρωταγωνιστές – φορείς του κυνισμού.
Με τους Τομ Κρουζ, Τζούλιαν Μουρ, Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, Μελόρα Γουώλτερς, Γουίλιαμ Χ. Μέισι να δίνουν τον (ως είθισται σε ταινία του Άντεροσν) καλύτερο εαυτό τους στη διάπλαση των ηρώων που ενσαρκώνουν, ο δημιουργός βλέπει τη συνταγή να πετυχαίνει περισσότερο ίσως κι απ’ ό,τι ο ίδιος θα περίμενε. Και καταφέρνει να συνθέσει μια μπαλάντα στη μοναξιά, την απελπισία, τα συναισθηματικά ή επαγγελματικά αδιέξοδα, την απόγνωση και τον (ψυχοσωματικό) πόνο και τέλος, στην αισιοδοξία.
Κι αν θέλουμε να το προχωρήσουμε κι άλλο, μια φράση του Τομ Κρουζ στην ταινία είναι αρκετή για να περιγράψει τον κυνισμό και το ρεαλισμό του σύγχρονου κόσμου ως άλλος καθρέφτης του: “Διότι τελικά σημασία δεν έχει τι αξίζεις αλλά τι παίρνεις στο τέλος”.
O Θανάσης Αγγελόπουλος σπούδασε Mass Communication and media arts/ Film and TV Directing στο Queen Margaret University. Σκηνοθέτησε την μικρού μήκους ταινία Boy Story, η οποία συμμετείχε στο 18οAthens International Short Film Festival-Νύχτες Πρεμιέρας 2012, στο 6ο Thessaloniki International Short Film Festival 2012, όπου βραβεύτηκε με το cinematic achievement award και θα συμμετάσχει στο San Francisco Greek Film Festival 2013.
Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στο φοιτητικό freepress Καλειδοσκόπιο, στο περιοδικό Λιμάνι καθώς και σε άλλα διαδικτυακά portals.