Οι τελευταίες μέρες έμοιαζαν σαν ένα μικρό καλοκαίρι. Τα δέντρα έχουν αρχίσει και στολίζονται, είναι πανέμορφα. Νιώθεις την φύση να ξυπνάει και να φουντώνει. Οι βόλτες είναι γόνιμες. Εξωστρέφεια αναπάντεχη.

Το μυαλό μου δραπετεύει στην Ελλάδα. Σκέφτομαι τα ερημωμένα χωριουδάκια στις πλαγιές που στραγγίζουν απ’ τον χειμώνα. Τους ανθρώπους που ετοιμάζονται να υποδεχθούν την άνοιξη με λαχτάρα. Τον χρόνο που χάνεται στις σπηλιές των βουνών. Και οι μυρωδιές που σου λευτερώνουν την ψυχή και σε γδύνουν πατόκορφα.

Μα σαν φτάνω χάμω μαυρίζει η καρδιά μου. Οι πόλεις βαριανασαίνουν βουβές μέσα στη βρώμα και τα παιδιά πεθαίνουν πρόωρα στα μπουρδέλα της κατήχησης. Όπου και να κοιτάξεις βλέπεις το πρόσωπο σου να σε θωρεί και τρομάζεις. Είσαι παντού. Σε κάθε φόνο, σε κάθε μαρτύριο, σε κάθε βασανισμό και στις μικρές ερεθιστικές ευτυχίες.

Εκπορνεύεσαι καθιστώντας ανήμπορο τον εαυτό σου και απολαμβάνεις τον βιασμό σαν πράξη λυτρώσεις. Θέλεις να ξεφύγεις αλλά και δεν θέλεις. Μεταλλάσσεσαι. Και κάπου εκεί στα έγκατα της αποσυνθέσεις το σπέρμα παραμονεύει.