«Έλα να κάτσεις δίπλα μου. Κάτσε να σου πω μια ιστορία.. ή μάλλον… όχι, κάτσε να σου πω για τη μάνα του παππού σου.. Τί όλο γι’αυτόν θα σου λέω; Τη μάνα του πρέπει να σου μάθω.. Ήταν που λες μια γυναίκα όμορφη.. Τι με κοιτάς ; Μη και περιμένεις να σου πω αν ήταν κοντή ή ψηλή ή κοκκινομάλλα; Αυτά θα σου τα πουν οι φωτογραφίες.. Εγώ θα σου πω πως την έβλεπα εγώ.. Ήταν λες και γύρω της είχε φώς και αγάπη, αν και για τούτη πάλεψε πολλές φορές με όποιον τρόπο αυτή μπορούσε. Δε ξέρω να σου πω αν ήταν δυνατή.. Ξέρω μοναχά ότι όταν γελούσε, γελούσε με τη ψυχή της και όταν ένοιωσε τον πόνο πέθανε και ξαναγεννήθηκε από αυτόν.. Την πρώτη φορά που την είδα έγινα κατακόκκινη σαν το ποτιστήρι που έχω στην αυλη και σκοντάφτεις κάθε φορά πάνω του, μα εκείνην δε την ένοιαξε.. παρά μ’ αγάπησε και το σπουδαιότερο; Mε εμπιστεύτηκε… και ούτε που ρώτησα τότε γιατί.. ούτε και ποτέ μου.. Δε θα ξεχάσω πως έκανε όταν πήρε τον πατέρα σου στα χέρια της.. έκλαιγε και γελούσε και τον επείραζε τον παππού σου πως δεν έμοιαζε ο πρώτος του ο γιος από το δικό τους το σόι.. και ας τό βλεπε ξεκάθαρα και η ίδια της ότι είχαν ίδια τα μάτια και το χαμόγελο και οι τρεις. Και εσύ, τα μάτια της πήρες και το χαμόγελο της, γι’ αυτό και θέλω να τη μάθεις.. γι’ αυτό και γιατί ακόμα με ενοχλεί που δε με φωνάζει να κάτσω απέναντι της. Έναν άνθρωπο κορίτσι μου, τον άνθρωπο σου.. τον αγαπάς και μαζί του αγαπάς και όσους ανθρώπους τον αγάπησαν πριν από εσένα και πρώτα τη γυναίκα που σου τον ετοίμαζε από τα μέσα της.. και αν καταλάβεις ότι εκείνη σε αγάπησε πρώτα από σένα είσαι απλά τυχερή που μπορείς και την αγαπάς.. Σύρε να παίξεις τώρα…»
Της Μαρίας Σεμερτζίδου