Σχεδόν δυο χρόνια συμπληρώνονται από την μέρα που δειλά αποφάσισα να δημοσιεύσω το πρώτο μου κείμενο. Σε ευχαριστώ – The Machine – γιατί στην απόφαση μου να ανοίξω την ψυχή μου, προσφερθήκατε να μου δώσετε τα κλειδιά του σπιτιού σας και να με φιλοξενήσετε.

«Να ανοίξω τη ψυχή μου». Δεν ξέρω πως αλλιώς να διατυπώσω αυτό που νιώθω.

Γράφω για τα φυλαγμένα μου και τα απραγματοποίητα μου.

Γράφω γιατί δεν θέλω να μιλώ.

Γράφω γιατί έχω ακούσει εσένα να μου λες κάνε το!!!

Και ότι γράφω είναι ένα δικό μου και ένα δικό σας κομμάτι που κάποιοι μου εκμυστηρευτήκατε. Και όχι μόνο!!!

Για όλους εκείνους που αγάπησα και με αγάπησαν και πέρασαν από τη ζωή μου αφήνοντας ένα στίγμα άξιο και ικανό να το θυμάμαι.

Για όσους προσπάθησαν να με πνίξουν στα ρηχά όταν δεν ήξερα κολύμπι και για κείνους που με σώσανε δίνοντας μου το φιλί της ζωής.

Για κείνους που αγκαλιαστήκαμε κάτω από φεγγάρια, που μεθύσαμε, που εξομολογηθήκαμε τις ζωές μας και έτσι γιατρέψαμε ο ένας τον άλλον.

Για κείνους μου με έκαναν να γελάσω, να ξεχάσω, να κλάψω από χαρά.

Για κείνους που με έκαναν πιο δυνατή και πιο σοφή όταν με χτύπαγαν πισώπλατα.

Για τους άγνωστους φίλους που οι ιστορίες τους με άγγιξαν.

Για τις σιωπές που έκρυψα και όμως κάποιοι από σας καταφέρατε και τις διαβάσατε.

Για εκείνους που έκαναν πράξεις τα λόγια τους.

Για κείνους που ζουν μακριά αλλά είναι δίπλα μου και για αυτούς που είναι δίπλα μου αλλά «λείπουν».

Για όσους τα προβλήματα μου έγιναν και δικά τους.

Για κείνους τους αγαπημένους που δεν φοβήθηκαν ποτέ να μου πουν αυτό που έπρεπε και όχι αυτό που ήθελα να ακούσω, παίρνοντας όλα τα ρίσκα.

Για όσους έφυγαν.

Για όσους θα έρθουν.

Για όσους μένουν.

Κυρίως για τους τελευταίους…