Κόντεψες να χαθείς
στις όχθες του Νείλου,
ακριβή μου κόρη εσύ!
Βάρκα δίχως κουπιά.
Πλέεις σε φουρτουνιασμένη θάλασσα
κι αγκυρώνεις νηνεμία.
Τρικυμίες ξασπρίζεις
Ανέμους κοπάζεις.
Κι όλα ανοίγουν δρόμο στο διάβα σου.
Μονάκριβή μου εσύ!
Που ανθίζεις τη γη
κι ουρανούς ζωντανεύεις
με γαλάζια πνοή.
Εσύ!
Που σ’ ανθρώπους γελάς
και χάδι τους χαρίζεις,
μητρικό, ζεστασιάς.
Λιμάνι μου απάνεμο!
Στην αγκαλιά σου φιλιώνουν
τα πλοία ολάκερης της γης .
Σ’ όλες τις γωνιές του κόσμου
περπατάς μυστικά.
Πολλοί σε καρτερούν
με παράθυρα ανοιχτά.
Κι όπου πάλι κατοικείς
σα σκυλί σε πετούν.
Μα ξανά σ’ αποζητούν
στο μαυρισμένο τους ορίζοντα,
όμορφή μου!
Κι εσύ, πιστή στη καλοσύνη σου,
Μάννα εξ’ ουρανού πέφτεις
στα πεινασμένα στόματα.
Τι κι αν βοούν κεραυνοί
και κανόνια των καιρών;
Βλέπω..
Στο τέλος νικήτρια θα βγεις!
Με ψυχή πληγιασμένη
και χέρια ματωμένα,
δυναμώνεις μέρα με τη μέρα.
Γεννάς ξανά ελπίδα
Κι η ζεστασιά σκεπάζει
σιγά σιγά τη καταιγίδα.
Χαμογελάς σκορπίζοντας συμπόνια
σ’ ανθρώπων σπίτια γκρεμισμένα
και μάτια παιδιών φοβισμένα.
Σε παίρνει ο χρόνος απ’ το χέρι
και με βοήθεια περίσσια
τις πληγές σου γιατρεύει.
Πικροδαφνοστεφανωμένη μου
κόρη εσύ!
Ειρήνη!