«Να ‘χουμε χάλκινη καρδιά, ποτέ να μην πονάμε..»

 

Κάποτε το μεθύσι μου ζωγράφιζε στα σύννεφα φτερά αγγέλου, ζωγράφιζε χαμόγελα και αγκαλιές. Γέμιζε με γράμματα τις μέρες μου και με γλυκιές μελωδίες τα βραδινά μου όνειρα. Τότε ο κόσμος μου είχε ζωή, είχε ζεστασιά και φρεσκάδα, είχε παρορμητισμό και νιάτο. Είχε πολύχρωμο παρόν και μέλλον με χρυσόσκονη. Κι όλα αυτά στο χώμα που πατώ ακόμη. Εκείνα τα βράδια η νύχτα ήταν σαν να μην έφτανε ποτέ. Το σκοτάδι δε σε τρόμαζε. Η ψυχή σου δεν έτρεμε.

 

Το «φευγιό» δε συνόδευε κάθε σου κουβέντα. Δεν φάνταζε καν να είναι η λύτρωσή σου. Είχες μάτια σα λαμπιόνια σε κάθε έξοδο, σε κάθε κοινωνική συναναστροφή. Είχες άστρο και ελπίδα. Είχε προοπτική και φιλοδοξία. Ήσουν εσύ η ζωή σου και το μέλλον σου. Ήσουν το σήμερα και το αύριο και το ‘πάντα’ ολάκερο. Τότε.

 

Τότε..

 

Τώρα.. ;

 

Τώρα περπατάς στο δρόμο των ονείρων σου σαν ήρωας κάποιου κινουμένου σχεδίου. Σαν εκείνα τα πλειμομπιλ που έχεις φυλάξει στο πατάρι.. Τα θυμάσαι; Δεκάδες άψυχα ανθρωπάκια που χειραγωγούμενα ζούσαν στα τουβλάκια τους τον δικό τους λαβύρινθο. Κι ο κόσμος τους γκρεμιζόταν σε μιαν ανάσα. Σε ένα φύσημα του ανέμου, σε μια λάθος κίνηση. Και δεν ένιωθαν. Δεν πονούσαν. Δεν έκλαιγαν. Δεν μιλούσαν. Ήταν απλοί παρατηρητές του έργου που πρωταγωνιστούσαν. Χωρίς ψυχή. Χωρίς ζωή. Χωρίς μέρα. Χωρίς νύχτα. Χωρίς το παρόν, χωρίς το μέλλον, χωρίς το ‘πάντα’ ολάκερο… Μα και χωρίς πραγματική ανάσα…

 

«Να ‘ναι τα χέρια φυλαχτά, σφιχτά να μας κρατάνε..»

 

Βράδιασε. Η νύχτα φαντάζει πάλι μουντή και ατελείωτη. Το ίδιο έργο ξανά και ξανά. Θα μας σκεπάσει το σεντόνι της θλίψης, ψυχρό και διάφανο – να εκθέτει την ντροπή μας – κι εμείς θα αγκαλιάσουμε τον θυμό μας και θα προβάλλουμε σαν ταινία σε μαύρο πανί το μέλλον μας. Έπειτα, θα νιώσουμε το χαστούκι, θα σκύψουμε το κεφάλι και θα οργανώσουμε το φευγιό μας. Έχουμε όση πυγμή και θάρρος θέλουμε για να αλλάξουμε χώμα και ζωή. Για να γεμίσουμε το πορτοφόλι μας και να φτωχύνουμε τις ψυχές μας. Γινόμαστε γίγαντες αντί για αγγελικές μορφές. Με νύχια ποτέ δεν χάϊδεψε κανείς. Και η ζωή θέλει χάδι. Και ο ίδιος ουρανός μπορεί να ξαναβρέξει χρυσόσκονη και να ομορφύνει το βλέμμα σου σε μια ανάσα. Αρκεί να του χαμογελάσουμε κι εμείς όπως του αξίζει.

 

Έχω μονάχα δυο ευχές να ομολογήσω. Η μία είναι να μεθύσουμε ξανά στο ίδιο χώμα που πατάμε, και η άλλη.. να κρατιόμαστε σφιχτά για να μην πονάμε. Η ψυχή κερδίζει το χρήμα και την μιζέρια.

 

Απόψε θα αφήσω το τσιγάρο να σιγοκαεί μόνο του στο τασάκι, θα αλλάξω σεντόνι και θα αφεθώ μαγικά στα όνειρά μου μέχρι το ξημέρωμα.