Στάθηκες για λίγα λεπτά δίπλα μου. Η μέρα και οι απαιτήσεις της σε είχαν κουράσει. Το μόνο που ήθελες εκείνη τη στιγμή ήταν να ξαπλώσεις. Να ξεκουραστείς. Να αφήσεις το κορμί σου για λίγο μακριά από την πίεση, και να αφήσεις το μυαλό σου να ηρεμήσει. Αυτό ήθελα και εγώ. Ξάπλωσες και έκλεισες τα μάτια σου. Και εγώ, σε ακολούθησα. Όταν εσύ όμως είχες τα μάτια σου κλειστά, εγώ δεν τα έκλεισα στιγμή. Σε χάζευα να κοιμάσαι. Και ήμουν ευτυχισμένος, γιατί όλα όσα ήθελα, τα είχα μπροστά μου. Είχα εσένα. Κάποια στιγμή άνοιξες λίγο τα μάτια σου και με κοίταξες με ένα βαθύ βλέμμα που μου τρύπησε τα σπλάχνα. Και ενώ τα χείλη ήταν σφραγισμένα, οι κουβέντες ξεχείλιζαν από τα μάτια σου. Όλα όσα περίμενα να μου πεις όλον αυτό τον καιρό, και ποτέ δεν άκουσα, εκείνη την στιγμή ειπώθηκαν και κατά κάποιο τρόπο ηρέμησα. Βέβαια, δεν θα συγκρίνονταν με τη στιγμή που θα τα ξεστόμιζες και θα τα εξέφραζες με λόγια, και όχι μόνο με νεύματα. Όμως για μένα και αυτό ήταν αρκετό.

Αυτό που προσπαθούσα να καταλάβω εκείνη τη στιγμή, αλλά και αφότου χώρισαν οι δρόμοι μας, είναι γιατί δεν μπόρεσε ποτέ κανείς μας να πει αυτό που πραγματικά αισθάνεται. Αυτό που πραγματικά νιώθουμε ο ένας για τον άλλον. Διστάσαμε μάλλον. Μπροστά στην άγνωστη αντίδραση που θα επέφεραν αυτές οι λέξεις, προτιμήσαμε να διαλέξουμε την ησυχία, και να έχουμε το μυαλό μας ήσυχο. Να μη το φορτώσουμε με άλλες έγνοιες και υποχρεώσεις. Να μη δημιουργήσουμε αμφιβολίες και ερωτηματικά για το μέλλον. Αγαπήσαμε το άγνωστο, και δεν μπορέσαμε να το αποχωριστούμε ποτέ. Αγαπήσαμε και το μυστήριο, τόσο πολύ μάλιστα, που γίναμε μέρος του. Και αυτό συνέβη για έναν μονάχα λόγο: γιατί φοβηθήκαμε να πιστέψουμε σε όσα ζητούσε η καρδιά. Βάζαμε λογική στο συναίσθημα για να καταπραΰνουμε τα καρδιοχτύπια, που αφήναν μελανιές στα απρόσιτα κορμιά μας. Χτίζαμε τοίχους, πιστεύοντας πως έτσι θα μείνουμε κοντά ο ένας στον άλλον, αφήνοντας απ’ έξω τους προβληματισμούς μας, αγνοώντας όμως πως μ’ αυτό τον τρόπο απομακρυνόμασταν μέρα με τη μέρα. Φοβηθήκαμε και χαθήκαμε μέσα στα “πρέπει” και τα “μη”, τα “ίσως” και “θα δούμε”. Πάντα περίμενα να κάνεις το πρώτο βήμα, και θα έκανα χιλιόμετρα μετά. Αλλά φοβήθηκες. Δεν σε κατηγορώ ωστόσο, γιατί και εγώ το ίδιο έκανα. Βολεύτηκα σε μία ουδέτερη κατάσταση, μόνο και μόνο για να μη σε χάσω. Δεν έβλεπα όμως πως με αυτόν τον τρόπο, δεν επρόκειτο ποτέ να σε κερδίσω. Έδινα ελπίδες στον εαυτό μου και έκανα όνειρα, ακόμη και όταν οι λάθος επιλογές μου με χτυπούσαν κατάμουτρα. Τις παρέβλεπα όμως, και επέμενα για σένα.

 

Μπορεί άραγε η αγάπη να προκαλέσει φόβο; Και αν ναι, τότε μέσα στον φόβο μπορεί αυτή να διατηρηθεί, ή σβήνει; Φοβάται άραγε η αγάπη, ή μήπως τη φοβόμαστε εμείς;