Φοβάμαι
τα βράδια που περιφέρομαι
σ’ ένα άδειο σπίτι
και οι τοίχοι ουρλιάζουν

ο καπνός έχει φτάσει στο ταβάνι
κι έχω γεμίσει το πάτωμα
με σχισμένα χαρτιά.

Κάποτε απ’ τα μάτια μου
έτρεχαν δάκρυα.

Τώρα βαριά-βαριά
εκφράζεται ο θυμός
η θλίψη με ακολουθεί
μπορώ να την αναγνωρίσω στη σκιά μου.

Πέρασε ο καιρός
το βλέπω στο πρόσωπό μου
στα χέρια μου
αναλαμβάνω την ευθύνη
για όλα όσα μου προκάλεσα
–κάποιοι λένε πως αναλαμβάνω και ευθύνες άλλων
δεν είμαι σίγουρη.

Δεν έχω να πω κάτι.
Μιλάω και δεν ακούν
κοιτάζουν με απορία
όλοι
κλείνω τα μάτια
και βιάζονται να με επαναφέρουν στην πραγματικότητά τους.

Φοβάμαι
φοβάμαι
πως δεν έχω να δώσω κάτι.

Φοβάμαι
πως
ξέμεινα.