Θα ναι πρωί. Κυριακής μάλλον.

Ίσως και Παρασκευής, έτσι για την αναρχία.

Ναι, καλύτερα έτσι.

Ένα πρωινό Παρασκευής λοιπόν, θα γράψω την πιο τραγική μου αλήθεια.

Την πιο σκοτεινή, γεμάτη τέρατα, ιστορία μου.

Θα ενώσω όλα τα στοιχεία και θα έχω φτιάξει πια μια αξιόλογη –ανέλπιστη παρουσίαση δεκαδικών αριθμών, μοναδικών μονολόγων.

[Την κρίνουν που έχει το αρχαιότερο επάγγελμα. Έτσι τη φωνάζουν.

Λες κι αυτή δεν είναι μόνη της.

Λες και δεν ψάχνει μια Κυριακή να ξαπλώσει.

Για τη μοναξιά λέω.]

-Α! Να σας ρωτήσω. Για τη χαρά, από πού πάω;

-Δεν ξέρω κοπέλα μου, εδώ μόνο υπεραστικά.

Αλήθεια τώρα, αυτό το ανέκδοτο είναι τόσο μεγάλο σαν εκείνα που σε κουράζουν, που δεν έχουν νόημα, δεν είναι καθόλου αστεία και τελοσπάντων όταν πια τελειώνουν έχεις χάσει.

-Συγνώμη, μήπως ξέρετε από..

-Δώδεκα και ένα.

Θα πάω από εδώ. Δε μου θυμίζει τίποτα. Καλό αυτό.

Με πλησιάζει κάποιος άγνωστος –ή έτσι θέλω να πιστεύω;

Ακούγοντας τις σκέψεις μου, μια φωνή με επαναφέρει.

«Σε ξέρω εσένα».

«Σε ξέρω εσένα. Προχώρα. Καλά πας».

Μου δίνει αναπτήρα. Μπλε ηλεκτρίκ.

Πως στο διάολο το ‘ξερε;

Μόλις που είχα ξεμείνει από φως. Φως.

Μου γελάει.

«Αυτή η Παρασκευή αν έρθει, θα αργήσει».