Το Φοίβο τον ξέρω εικοσιτόσα χρόνια. Προσωπικώς, κανένα μήνα. Είδα το ξεκίνημά του στο Σείριο, τη στιχουργία του να εξελίσσεται, τις μελωδίες του να ίπτανται πάνω από νέα κύματα, πάνω από νύχτες και μοναξιές, πάνω από την εθνική οδό, μπαρ, πάρτυ και λογής μαζώξεις, ασυνεννοησίες, χωρισμούς, ταξίδια, καλοκαίρια, βιντεοκασέτες της λαϊκής κωμωδίας, μπουζουξίδικα και κορυφογραμμές. Στο δικό του πεντάγραμμο ο Θανάσης Βέγγος κωπηλατεί στον αέρα, τα σκυλιά σου τη λένε στα ίσα και οι κιθάρες φαζαριστές αγκαλιάζουν τα μεθυσμένα ντραμ μασίν. Ο Φοίβος είναι σχεδόν γενιά μου, τον ζάλισα με τις απόψεις και τα βιώματά μου, προσπαθώντας να δω που συναντιόμαστε. Συναντηθήκαμε σε πολλά. Και επί του παρόντος, εγώ αποτραβιέμαι, ως συνήθως στο ημίφως, αφήνοντάς τον μόνο κάτω από τον προβολέα. Νάτος λοιπόν, ο συνεχώς εξελισσόμενος, ο ποιητής της καθημερινότητάς μας, ο Φοίβος unplugged, με τα δικά του λόγια:

 

Το πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία

Μεγαλώνω στην Καλλιθέα, σε ένα μικρο-μεσοαστικό σπίτι. Σόι ανάμεικτο με Αριστερούς και όχι μόνο, σε ένα περιβάλλον όπου οι πολιτικές αλληλοεξουδετερώνονταν. Δηλαδή εγώ αγαπούσα και τις δύο πλευρές, μου φαινόντουσαν όλοι πολύ καλοί άνθρωποι, οπότε αυτό που δηλώνει κάποιος ως πολιτική ταυτότητα, εγώ έμαθα να το βάζω πολύ κάτω, δε με πείθει κανείς εύκολα και ακόμα έχω αυτή την οπτική, είναι άλλα πράγματα που κοιτάζω. Στην οικογένεια υπήρχε ένας θείος σκηνοθέτης, μία θεία ηθοποιός, αλλά και η μάνα μου ζωγράφιζε η ίδια, κυρίως όμως ακούγαμε πάρα πολλή μουσική, βλέπαμε ταινίες και πολύ θέατρο. Άρχισα κιθάρα εννιά χρονών, είχα την τύχη να μου κάνει μαθήματα ο 25χρονος τότε Ορφέας Περίδης, που έμενε δίπλα μας, και γρήγορα το τραγούδι έγινε μια σοβαρή υπόθεση για μένα. Ιδίως από τα 12 που αρχίζω να ακούω πολύ ροκ, ιδίως όλη αυτή τη σχολή των singers/songwriters,όπου ανακάλυψα πρώτα τον Πολ Σάιμον, μετά το Μπομπ Ντύλαν, αργότερα τον Τομ Γουέητς και ταυτόχρονα το Σαββόπουλο και το Χατζιδάκι. Και από τα δώδεκά μου γράφω σταθερά τραγούδια, η ζωή μου είναι το επόμενο τραγούδι. Τελειώνοντας το λύκειο έδωσα στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών αλλά δεν πέρασα, αλλά και στο Εθνικό θέατρο, για να φύγει και το θεατρικό ερωτηματικό που είχα. Δεν πέρασα ούτε εκεί και η μουσική πλέον φάνηκε ότι ήταν αυτό που ήθελα να κάνω πάση θυσία. Επαγγελματικά δυσκολεύτηκα πολύ να αυτονομηθώ, παρόλο που έβγαλα τον πρώτο μου δίσκο στα δεκαέξι. Ο δίσκος που έβγαλα με το Μάνο ήταν σαν να λέμε, μια πτυχιακή εργασία.

 

Ο πρώτος δίσκος στο Σείριο και ένας δημιουργός γεννιέται

Στα δεκαπέντε μου, μέσα στη δισκομανία μου την εποχή εκείνη, ακούω και μερικούς δίσκους του Χατζιδάκι που είχαμε στο σπίτι, κάπως πιο σοβαρά. Διαβάζω τα κειμενάκια του πίσω από τη Τζοκόντα, ακούω την οδό Ονείρων, ακούω το Μεγάλο Ερωτικό, ο οποίος δε με έπιασε στην αρχή, τα Παράλογα όμως κάτι μου έκαναν.

 

Παίρνω τα βιβλία του και περνάω μια μανιακή περίοδο με τη μουσική του, τον αποκρυπτογραφώ. Με συγκλονίζει η ιδέα ότι ο άνθρωπος αυτός ζει δίπλα μας, οπότε πάω με ένα τρόλεϊ στο Ζουμ, που έκανε τότε πρόβες, του αφήνω μια κασέτα, ευτυχώς την άκουσε. Μου έδωσε ένα τηλέφωνο να τον πάρω, κάναμε έξι μήνες βέβαια να βρεθούμε, αλλά ένα απόγευμα μου λέει έχω μισή ώρα ελεύθερη, πάρε την κιθάρα σου και έλα να σε ακούσω. Ε, αυτό το ημίωρο (που έγινε τελικά δίωρο) ήτανε το σημαντικότερο της ζωής μου. Του έπαιξα τρομερά φοβισμένος, αυτός κάπνιζε συνεχώς, έχοντας πάρα πολύ σοβαρό ύφος, ώσπου του έπαιξα ένα τραγούδι για τον πατέρα μου (την Επέτειο) και πώς εκείνος έβλεπε με πικρία τα εορταστικά της επετείου του Πολυτεχνείου στην τηλεόραση, το ακούει και ενθουσιάζεται.

Μέχρι να φύγω μου είχε δώσει δίσκους του Μπρασένς, είχε πάρει τηλέφωνο μια καθηγήτρια πιάνου να μου ξεκινήσει μαθήματα γιατί ήμουνα φτωχός αρμονικά, μου είχε γράψει σε ένα χαρτάκι πέντε συμφωνικά έργα να ακούσω και δώσαμε ραντεβού σε δύο μήνες να δει την πρόοδό μου. Και έφυγα με έναν έρωτα κινητήριο να κάνω όλα αυτά που μου είπε και να τα συζητήσουμε, να γράψω καινούρια τραγούδια που να τον ενδιαφέρουν και έτσι με αυτόν τον τρόπο πέρασε ενάμισης χρόνος, πηγαίνοντας κάθε τόσο και κάνοντας ένα άτυπο μάθημα κάθε φορά, τη μια αναλύαμε τους στίχους μου λέξη προς λέξη, την άλλη μου διηγιότανε τη ζωή του, όλα αυτά ήταν ένα πραγματικό σχολείο.

Οπότε ο πρώτος μου δίσκος, η Παρέλαση, δεν ήταν τόσο μια κατάκτηση για μένα, όσο το αποτέλεσμα μιας εμπειρίας με το Χατζιδάκι, που μου έμαθε ότι το να είσαι καλλιτέχνης δεν είναι κάτι που μπορείς να το κάνεις μισά, πρέπει να είναι ποιητική κάθε σου στιγμή, από μια οικονομική διαπραγμάτευση, μέχρι τον τρόπο που μιλάς στο σκύλο σου ή γεννάς μια μουσική ιδέα, είναι ένας τρόπος προσέγγισης όλων των πραγμάτων.

 

Ο Μάνος ως σήμερον, ως αύριον και ως χθες

Πάντα θυμάμαι το Χατζιδάκι. Βλέπω όλη αυτή την αποτίμηση και αγιογράφηση που του γίνεται, και φοβάμαι ότι η μεγάλη χαμένη είναι η μουσική του. Που είναι ίσως και το πιο δύσκολο να προσεγγίσεις πια. Η μελέτη του γύρω από την ελληνική ρυθμολογία και πως όλο αυτό το έκανε και τραγούδι και κινηματογραφική μουσική και μια αισθητική, η οποία αγκάλιασε ριζοσπαστικά όλο τον ελληνικό μεταπολεμικό κόσμο, είναι ένα πολύ τολμηρό πράγμα.

Ο Χατζιδάκις ενθάρρυνε όλες τις μεταπολεμικές φυσιογνωμίες της Ελλάδας να προχωρήσουν, συγγραφείς που τους έσπρωξε να γράψουν τα πρώτα τους βιβλία, μουσικούς, ζωγράφους, σκηνοθέτες, όλοι πέρασαν από το φιλικό του σκούντημα ή από την αυστηρή του ματιά. Η γνωριμία μαζί του ήταν μεγάλο κέρδος, να τον βλέπεις να συζητάει καφενειακά για τα σημαντικότερα θέματα, να φτιάχνει θεωρίες που τις κατέρριπτε την επόμενη μέρα.

Και ακόμα και όταν αναλάμβανε μια δημόσια θέση, την ίδια στιγμή ξέχναγε τις όποιες πολιτικές φιλίες του και έψαχνε να βρει δημιουργικούς ανθρώπους από εκατοντάδες χώρους, ακόμα κι από εχθρικούς στον ίδιο, για να τους δώσει θέσεις-κλειδιά.

 

Ο τροβαδούρος-αφηγητής

Μετά τον πρώτο δίσκο το πήρα πολύ σοβαρά, έκανα μουσικές σπουδές, έκανα πιάνο, διάβασα πάρα πολύ, βρήκα μια γλώσσα, έναν τρόπο να διηγούμαι τα πράγματα, απόκτησα μια συνείδηση του τι είναι το δικό μου τραγούδι, είχε να κάνει και με την ηλικία μου φυσικά, τα ακούσματά μου και τα ενδιαφέροντά μου εκείνης της περιόδου. Ώσπου υπήρξε για μένα ένα τραγούδι-κλειδί για να πω: εδώ, αυτή είναι η φωνή μου, εδώ είμαι, ένα τραγούδι που άκουσα το ’91-’92 του Τομ Γουέητς, το A christmas card from a hooker in Minneapolis από το Blue Valentine. Εκεί κάνει κάτι καταπληκτικό: μέσα σε τρία λεπτά γράφει το γράμμα μιας πουτάνας που μιλάει σε τρίτο πρόσωπο, όπου στο μισό τραγούδι έχεις μπει μέσα σε έναν κόσμο, από που παίρνει τα ναρκωτικά της, πως είναι ο γκόμενός της και στο επόμενο μισό τραγούδι αναιρεί όλη αυτή την αφήγηση και μέσα σε τρία λεπτά δημιουργεί ένα Τσεχοφικό διήγημα, με έναν τρόπο απλοϊκό μουσικά, αλλά ποτέ βαρετό και εκεί τρελάθηκα, είπα αυτό θέλω να κάνω, το δικό μου το τραγούδι είναι εδώ. Και αμέσως μετά ανακάλυψα πραγματικά το Ζορζ Μπρασένς, τον Πάολο Κόντε, το Λούτσιο Ντάλα, το Ράντι Νιούμαν, το Λέοναρντ Κοέν, όλα τα πρόσωπα που ήταν οι γεννήτορες ή οι δορυφόροι αυτού του κλίματος.

 

Οι ποιητικές φόρμες που αναμυγνείονται με την καθημερινότητα.

Με το Χαζιδάκι είχαμε μια “κόντρα”. Έβλεπε τους στίχους μου και μου έλεγε, “εδώ παραείσαι συγκεκριμένος. Ο στίχος οφείλει να διαπερνάει τους αιώνες, τα έθνη, τη στιγμή που θα γράψεις ένα τραγούδι θα απευθυνθείς σε ανθρώπους διαφορετικούς από εσένα, οπότε θα πρέπει να γράφεις πράγματα που είναι κοινά για όλους, το φεγγάρι, το φως, τον ήλιο, για πράγματα που είναι στην πρωτογενή τους μορφή.” Αυτόν βέβαια τον τρόπο, αυτός τον είχε δουλέψει πολύ ωραία με το Γκάτσο, αλλά σε ό,τι αφορά εμένα, που μεγάλωνα σε ένα δημόσιο σχολείο, με μια Αμερική πανταχού παρούσα, και με φίλους με τους οποίους ήθελα να επικοινωνήσω, γιατί δεν ήθελα να είμαι ένας μοναχικός συνομιλητής της γενιάς του ’30 μέσα στο σπιτάκι μου στην Καλλιθέα, του έλεγα λοιπόν, γιατί είναι ωραίο τότε το Strawberry Fields που μιλάει για τον κήπο που μεγάλωσαν οι Μπητλς και γιατί είναι ωραίο ένα ρεμπέτικο που λέει για το Χατζηκυριάκειο ή το Στράτο τον τεμπέλη, και όλη αυτή μας η συζήτηση με πείσμωσε αν θέλεις και αυτό έγινε και το στοίχημά μου, η ποίησή μου να είναι πάντα η ποίηση του συγκεκριμένου. Δηλαδή, παίρνουμε ένα πράγμα ταπεινό, τη βιντεοκασέτα της δεκαετίας του ’80 ας πούμε, το πιο μη διαχρονικό που μπορείς να σκεφτείς και βρίσκουμε μέσα του τους χυμούς που μπορούν να το κάνουν κάτι ποιητικό. Το ένστικτό σου, σου δίνει λύσεις μέσ’ στην αφήγηση. Ο ήρωας στο “σκύλο στο Κολωνάκι” είναι ο σκύλος, και ο σκύλος θα δει πιο πολλά σε αυτό το διάκοσμο και πράγματα που σε είκοσι χρόνια θα έχουν ανατραπεί και έτσι έχεις και ένα μικρό ντοκουμέντο του τι ήταν τότε το Κολωνάκι σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο και την αναίρεσή του.

 

Από τη μπαλάντα στο λαϊκό και το ραπ

Στο δεύτερο δίσκο, η ζωή μόνο έτσι ειν’ ωραία, υπήρχε ένα μείγμα τραγουδιών, υπήρχε μπόσα νόβα, ραπ, τσιφτετέλι, ήταν μια εξερεύνηση, μια περίοδος επτά χρόνων, που άκουγα πέντε δίσκους τη μέρα, από τα δεκαπέντε ως τα εικοσιδύο μου,περνώντας και εμμονικές περιόδους, καθόμουν πέντε μέρες και άκουγα Άκη Πάνου συνέχεια για παράδειγμα, ή ένα μήνα καθόμουν και άκουγα μόνο Τζομπίμ, ήταν μια ωραία περίοδος που χαίρομαι που την πέρασα και προ ίντερνετ, ήταν σαν να “παίζανε” μικρά γκόλουμ κρυμμένα σε δωμάτια, όπου κάθε λίγο ερχόταν κάποιο απ’αυτά και σου έλεγε, καλά δεν έχεις ακούσει αυτό και λες ότι ξέρεις από μουσική και σε τρέχανε, έπρεπε να βρίσκεσαι στο Happening (σ: ιστορικό δισκάδικο της Χ.Τρικούπη, δεν υπάρχει πια), την επόμενη βδομάδα να το πάρεις και να έχεις ψάξει και όλα τα τριγύρω.

Αν μου λείπει κάτι από τότε, είναι που η δίψα μου για ο,τιδήποτε ικανοποιείται σε ένα δευτερόλεπτο. Αυτό που ο άλλος σου έλεγε κάτι νέο και σε ψάρωνε ή η σχέση που δημιουργούσες με αυτό, αν θα σου άρεσε ή όχι, είναι κάτι που δεν το ζούμε πια.

Βέβαια, ένας καλλιτέχνης πρέπει να προσαρμόζεται στους νέους τρόπους επικοινωνίας, γιατί η μουσική υπάρχει χιλιάδες χρόνια, το ότι εμείς είμαστε σχεδόν άρρωστα συνδεδεμένοι με μια περίοδο της ηχογραφημένης μουσικής, η οποία υπάρχει μόνο εκατό χρόνια, με μια περίοδο τριάντα ετών, δε σημαίνει ότι και η επόμενη θα είναι έτσι, ο καθένας θα ανακαλύπτει τη μουσική μέσα σε έναν πολύ διαφορετικό διάκοσμο.

 

Ποπ, λαϊκό και ο θρίαμβος της μουσικής δημοκρατίας.

Η δισκογραφία ήταν η απόλυτη νίκη της λαϊκής μουσικής. Η ποπ μουσική είναι αυτό ακριβώς, έρχεται από ένα μαύρο που έχει κάνει φυλακή, μέχρι έναν τύπο σαν το Ζαμπέτα και ενώ η ιστορία της μουσικής γραφόταν μέχρι τότε από τους μεγάλους συνθέτες, που τους έκαναν παραγγελίες και λοιπά και η φολκλόρ μουσική ήταν κάτι συνδεδεμένο με πανηγύρια, γάμους και θρησκευτικές τελετές, ξαφνικά ο απλός άνθρωπος, μέσα σε εξήντα χρόνια έγινε δημιουργός πρώτου μεγέθους. Έπρεπε να βρει έναν ήχο που θα ηχογραφηθεί σωστά,ο Ζαμπέτας έπρεπε να γίνει δηλαδή διευθυντής ορχήστρας και να κάνει ένα δίσκο πάνω στις αναμνήσεις του από την κατοχή για παράδειγμα, όπως έκανε με εκείνο το δίσκο το Ντοκουμέντα, ή να γράψει μουσική πάνω σε στίχο. Ή ένα εργατόπαιδο από το Λίβερπουλ, από εκεί που άκουγε δίσκους μαύρων και “πατούσε” τα ριφάκια παίζοντας μουσική, μέσα σε λίγα χρόνια έκανε το Λίβερπουλ ορατόριο και έβγαλε το Sergeant Pepper, έκανε δηλαδή ένα πράγμα που δε χρειαζόταν πια να ξαναγίνει μέσα στα σαλόνια των μεγάλων μαικήνων της τέχνης, ο Πολ ΜακΚάρτνεη δεν έζησε τη ζωή του Στραβίνσκυ ή του Πικάσο, αλλά το αποτέλεσμά του είναι εξίσου σημαντικό. Και πιστεύω ότι τώρα που αυτό μηδενίζεται, πρόκειται για μια μεγάλη ήττα του ανθρώπου, το πιστεύω αυτό. Ή που ξαφνικά τα νέα παιδιά που έχουν ταλέντο, πρέπει να περάσουν από αυτα τα τηλεοπτικά σόου. Πάμε πάλι πίσω, πάμε πίσω σε ένα επίπεδο που ο λαϊκός άνθρωπος δε θα φτάσει στο να γίνει πάλι δημουργός. Ήταν μια μεγάλη νίκη αυτή, που πέρασε πολύ γρήγορα από μπροστά μας και χάνεται χωρίς να ανοίγει ρουθούνι.

 

Οι άνθρωποι και οι συμπεριφορές τους.

Εκτιμώ πολύ αυτόν που έχει ριζοσπαστικές αντιλήψεις, που αγωνίζεται, που δεν είναι συντηρητικός και βολεψίας, αλλά σε προσωπικό επίπεδο το να ακούσω κάποιον που ρητορεύει για το ένα ή το άλλο, δε μου λέει τίποτα. Ίσως επειδή είμαι καλλιτέχνης και ξέρω πως στον κόσμο της τέχνης, τα πράγματα αυτά δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία. Δηλαδή εάν η ιδεολογία ήταν το βασικότερο πράγμα που γεννάει η τέχνη, τότε κανένας αριστερός δε θα έπρεπε να βλέπει Χίτσκοκ ή να ακούει Χατζιδάκι. Και αντιστοίχως κανένας φιλελεύθερος δε θα έπρεπε να ακούει Clash ή να διαβάζει Πάμπλο Νερούντα, δεν πάνε έτσι τα πράγματα όμως. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές, κυρίως στην πολιτική, ή ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν στο κράτος του χωροφύλακα και του παπά ή στην κομματική γραφειοκρατία. Αλλά υπάρχουν και εκείνοι που τους ενδιαφέρει να πάει η ζωή μπροστά χωρίς να πληρώσει το τίμημα ο άνθρωπος.

 

Οι συνάδελφοι κάθε λογής.

Μου αρέσουν πολύ οι παρακμιακές περίοδοι των καλλιτεχνών, όταν πια δεν είναι στην πλήρη τους ακμή, με ενδιαφέρει εκεί που “διαλύεται” ο καλλιτέχνης, εκεί που ο φόβος του θανάτου τον περιτριγυρίζει, το έργο του είναι πιο δύσκολο και σωματικά να το ελέγξει και να το κυριαρχήσει, εκεί βλέπεις ορισμένα στοιχεία βασικά για αυτό, ανυπεράσπιστα και μοναχικά, κι εμένα αυτό με συγκινεί πολύ. Λοιπόν, στα τελευταία τραγούδια του Τσιτσάνη, στον τελευταίο του δίσκο, το 12 νέες λαϊκές δημιουργίες, ο ήχος μπορεί να πει κανείς ότι είναι και ψιλοχάλια, βλέπεις όμως εκεί μέσα μια συνομιλία με πράγματα που είχε καιρό να τα πιάσει, με κάτι χασικλίδικα ξαφνικά αλά Βαμβακάρη, και επίσης βλέπεις και ένα τραγούδι, σα μια μικρή ερωτική του διαθήκη, αυτό που αποφάσισα να διασκευάσω, το “την αντάμωσα ένα βράδυ” ως Τσιτσάνης 1983, ξέρεις, “είμαι ένοχος, το παραδέχομαι, εγώ φταίω”, ενώ συνήθως έγραφε για τις αχάριστες και τις σατράπισσες και τα λοιπά, ξαφνικά λέει ότι αυτός είναι τελικά ο φταίχτης και με έπιασε μια συγκίνηση με αυτό.

 

Ο Βέγγος των παιδικών μας χρόνων

Είχα ποιητικούς λόγους να θέλω να γνωρίσω το Θανάση Βέγγο. Θυμάμαι μια μέρα, σαν και τώρα, ήμουν τεσσάρων ετών, που ανοίγω την τηλεόραση, που αν θυμάσαι άνοιγε μετά από λίγη ώρα, είχε μια καθυστέρηση, και ενώ η τηλεόραση μέχρι τότε αν δεν είχε καρτούν μου φαινόταν το πιο βαρετό πράγμα στον κόσμο, ιδίως οι ειδήσεις που τους έβλεπα να παρακολουθούν κάποιον που μίλαγε, και έλεγα μα τι κάνουν οι μεγάλοι, είναι δυνατόν, και πέφτω στην εξής σκηνή: ήταν η ταινία διακοπές στο Βιετνάμ, όπως ανακάλυψα αργότερα, είναι ο Βέγγος που τον κυνηγάνε κάτι μουστακαλήδες, τους χρωστάει δε θυμάμαι, και ξαφνικά την ώρα που τρέχει υπάρχει μια βάρκα παρκαρισμένη στη στεριά, και ο Βέγγος μπαίνει μέσα και αρχίζει να κωπηλατεί έτσι στον αέρα, οι άλλοι σταματάνε και τον κοιτάζουν κι αυτός σηκώνεται και ξαναφεύγει. Λέω, καλά, ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Γυρνάει ο πατέρας μου, του διηγούμαι αυτή τη σκηνή, ποιος είναι αυτός, τον ξέρεις τον ρωτάω, αυτός πρέπει να ήταν ο Βέγγος μου λέει, δε μπορεί να είναι άλλος, τρελάθηκα, είπα αυτός ο τύπος κάτι ξέρει, είναι σαν παιδί, κάνει πράγματα που δεν τα καταλαβαίνουνε οι άλλοι και έτσι τους ξεφεύγει. Άρχισα να τον βλέπω μανιακά, και όταν έκανα μια προσπάθεια για ένα ραπ κομματάκι, σκέφτηκα ότι θα είχε πλάκα να το πει ο Βέγγος, αφού “ραπάρει¨ με αυτή τη συγκοπτόμενη ομιλία που έχει. Πήγα λοιπόν και τον βρήκα, έκανε πρόβες τότε με το Μιχαηλίδη για την Επίδαυρο, πήγα και μου λέει, παιδί μου, μου λέει, πριν μου πεις ο,τιδήποτε, δε γίνεται, έχω την Επίδαυρο τώρα, έχω τρελαθεί, σε παρακαλώ μην το πάρεις προσωπικά, δεν πειράζει, του λέω, εγώ θα σας αφήσω, παρ’ όλα αυτά, τους στίχους του τραγουδιού ως δώρο και μακάρι κάποια στιγμή να βρεθούμε γιατί έχω άπειρες ερωτήσεις να σας κάνω για τις ταινίες και όλα αυτά. Περνάνε δυο μέρες, εν τω μεταξύ όταν πήγα να τον δω είχα σπασμένο πόδι, ήμουνα με πατερίτσες, γύψο και τα λοιπά, και χτυπάει το τηλέφωνό μου επτά η ώρα το πρωί: “Φοίβο, ο Θανάσης είμαι, πως πάει το ποδαράκι σου; Είναι δυο μέρες τώρα που σκέφτομαι, είναι δυνατόν να πω εγώ όχι σε ένα παιδί εικοσιενός έτους που κάνει τα πρώτα του βήματα σε ένα απλό πράγμα που μου ζητάει; Εννοείται παιδί μου, θα έρθω, αλλά θέλω αν μπορείτε να με πάρετε με ένα αυτοκίνητο, να με γυρίσετε στην πρόβα σε δύο ώρες και να μη βγάλουμε φωτογραφίες.” Ήτανε ό,τι πιο ωραίο μπορούσα να φανταστώ. Στο αυτοκίνητο τον ρωτούσα άπειρα πράγματα, σαν πολυβόλο, για σκηνές, πως τις γύριζε, του άρεσε πάρα πολύ, γιατί είχα και φιλολογικές γνώσεις γύρω από τις ταινίες του, και θυμάμαι ότι πριν την ηχογράφηση σφουγγάρισε και το στούντιο, γιατί είχε μανία με την καθαριότητα. Ήταν ακριβώς όπως τον φανταζόμουν.

 

Τον αη Βασίλη που τον λέγαν μπαμπά

Η σχέση με τον πατέρα μου είναι μια σχέση αντιθέτων. Εκείνος ένας τρομερά πολιτικοποιημένος και ακτιβιστής άνθρωπος, μαχόμενος μια ζωή , αριστερός, πολύ φιλοσοφημένος. Εμένα πάλι, με ενδιέφερε πάντα η τέχνη, το πάλκο, το θέατρο, το τραγούδι, δύο διαφορετικοί κόσμοι που στην εφηβεία συγκρούονταν πολύ έντονα, είχα και εγώ ανάγκη να απορρίψω αυτό που εκείνος αντιπροσώπευε, αλλά κι αυτός είχε την ανασφάλεια αν αυτό που κάνω το κάνω καλά ή απλώς το ακολουθώ αυτοσχεδιαστικά, σαν μια περιπέτεια. Το ότι χρειάστηκε να κάνω μια ρήξη για να επιβάλω αυτό που ήθελα να κάνω και αυτή η διαφορά που δε μπορούσα εύκολα να τη συζητήσω μαζί του, μου βγήκε πάρα πολύ σε τραγούδια. Μέσ’ στα τραγούδια μπορούσα να του τα πω όλα. Είναι πατροκτονίες με το βαμβάκι, του δείχνω με το πράγμα στο οποίο είμαι καλύτερος, ότι, ναι, τελικά είμαι καλός, σαν να του λέω δε χρειάζεται πια ούτε να αγχώνεσαι, ούτε τίποτα, εγώ είμαι εδώ.

 

Οι μυθολογίες της ζωής μας, το εργοστάσιο της Κολούμπια, η Φίνος Φιλμ και η ασπρόμαυρη αγωγή μας.

Διάβαζα ιστορίες για το εργοστάσιο δίσκων της Κολούμπια και όπως πέρναγα απέξω και το έβλεπα ερειπωμένο και εγκαταλελειμένο και ήταν σαν να έβλεπα μια ταινία με θέμα το ελληνικό τραγούδι όπως θα το σκηνοθετούσε ο Τιμ Μπάρτον, δίσκοι κρεμασμένοι από κλαδιά δέντρων, το φανταζόμουν λίγο έτσι, με τα ρεφρέν να το σκάνε (σ. στο τραγούδι Δισκογραφική). Αντίστοιχα στη δική μας τοπική λαϊκή μυθολογία, ό,τι και να λέμε, ό,τι παιδί κι αν ήσουνα και από όποια οικογένεια κι αν ήσουνα, τα πρόσωπα της Φίνος Φιλμ ας πούμε, ήτανε μέσω της τηλεόρασης οι θείοι σου, από τους οποίους έμαθες τα ελληνικά, ή έμαθες το ελληνικό χιούμορ, ή τις ελληνικές εμμονές, ή και τα ελληνικά κακά κιόλας. Και οι άνθρωποι του λαϊκού τραγουδιού, η Κολούμπια, που δεν έχει σημασία που ήταν μια ξένη εταιρεία, μέσα μας υπάρχει πλούσιο μυθολογικό υλικό, μέσα από αυτά τα πράγματα, όποια κι αν ήταν αυτά. Είναι οι μικροί μας μυθικοί κόσμοι. Και ο τρόπος που μιλάμε εγώ κι εσύ τώρα, σίγουρα έχει κάτι και από αυτούς τους ανθρώπους που δημιούργησαν όλα αυτά.

 

Ο νοσταλγός των μικρών πραγμάτων

Έχω ένα σύνδρομο λίγο επιστροφή στο μέλλον, Back to the future. Όταν είδα την ταινία στα δώδεκά μου ενθουσιάστηκα, είπα αυτό είναι, να πηγαίνεις με ένα αυτοκίνητο στις παλιές δεκαετίες, να παίζεις Τσακ Μπέρι πριν τον Τσακ Μπέρι και επειδή αυτό που λέμε ποπ πολιτισμός του 20ου αιώνα είναι αυτό που με γοητεύει πιο πολύ από όλα στη ζωή μου, οι ταινίες, οι δίσκοι, τα βιβλία, τα κόμιξ των διαφόρων δεκαετιών, πάρα πολλές φορές τα τραγούδια μου είναι μικρά ταξιδάκια με το Ντελόριαν, λέω θέλω να γράψω ένα λαϊκό, δεκαετίας του ’50 όπως θα το έγραφε ο τάδε, ή να γράψω κάτι για τις βιντεοκασέτες που τέλειωσαν, ή να διορθώσω κάτι, γιατί αυτό κάνει η τέχνη εδώ που τα λέμε, μπορεί να πάρει κάτι που κάποτε ήταν έτσι και να το κάνει κάτι τελείως διαφορετικό. Δηλαδή πάρα πολλά πράγματα που τα έχουμε κάπως στο μυαλό μας, δεν τα έχουμε επειδή έγιναν έτσι, αλλά επειδή ένα έργο τέχνης μας τα μετέφερε αλλιώς.

 

Η φωνή μιας γενιάς

Είναι φορές που νιώθω ολόιδιος με τη γενιά μου, νιώθω ότι έχουμε τις ίδιες τρας εμμονές, το ίδιο χιούμορ, την ίδια αντίληψη για τα πράγματα, είμαστε λίγο άνθρωποι δωματίου, ούτε σαν τους πριν, ούτε σαν τους πιο μετά που οι διεκδικήσεις τους ήταν κάπως πιο εξωστρεφείς, εμείς ήμασταν πιο συλλέκτες, να φτιάξουμε μια μικρή πνευματική κιβωτό όπου να ζήσουμε εκεί όλη μας τη ζωή, από τον πιο διανοούμενο μέχρι τον πιο λαϊκό τύπο, σαν να είμαστε εμείς που λίγο πριν την καταστροφή θα μαζέψουμε όλο αυτό το πράγμα που ήταν να τελειώσει, για μελλοντική χρήση, να το διασώσουμε σα μικροί Νώε. Σε αυτό είμαι ίδιος, σε άλλα είχα τα δικά μου τα μοναχικά και ταμπεραμεντόζικα πράγματα που με έκαναν να συνδέομαι πιο εύκολα με μεγαλύτερους, της γενιάς του ’30 ας πούμε, αλλά κατά βάθος είμαι άνθρωπος της τρασίλας και του ποπ, όπως όλοι της γενιάς μου.