Φέτος θα ήσουν δεκαεφτά. Μας χώριζαν μερικά χρόνια και αρκετά χιλιόμετρα. Θα μετρούσαμε τις βδομάδες μέχρι να έρθει το καλοκαίρι και να ξανασμίξουμε.
Τα μεσημέρια θα σκαρφαλώναμε τα κεραμίδια του σπιτιού σου για να τους κατασκοπεύουμε όλους από ψηλά. Πόσο μικροί φάνταζαν εκεί κάτω… Θυμάσαι πώς φοβόμουν μην σκάσω σαν το καρπούζι στο πλακόστρωτο; Τα απογεύματα θα πηγαίναμε ποδηλατάδα και θα γυρνούσαμε κατάκοποι σέρνοντας τα ποδήλατα και ο Μαξ να τρέχει πίσω μας. Τα βράδια θα ξαπλώναμε στα σκαλοπάτια του σχολείου, θα ακούγαμε Στόκα και θα κοιτούσαμε τον ίδιο σκοτεινό ουρανό.
Θα λέγαμε πόσο όμορφα μελαγχολικά είναι τα τραγούδια του για ακόμη μία φορά. Θα μου μιλούσες για διάφορους αστερισμούς προσπαθώντας να το παίξεις έξυπνος. Θα σε άφηνα, ενώ θα ήξερα πως δεν έχεις ιδέα. Θα σε ρωτούσα αν κρυώνεις και θα μου έλεγες ψέματα πως είσαι μια χαρά για να μείνουμε περισσότερη ώρα έξω.
Θα μου άρπαζες με το έτσι θέλω το ημερολόγιο από τα χέρια-ήσουν ο μόνος που άφηνα- και θα διάβαζες με αστεία «ποιητική» φωνή τα γραπτά μου. Τι κι αν είχαμε μεγαλώσει, είχαμε δώσει υπόσχεση ότι μαζί θα παραμέναμε παιδιά.. Θυμάμαι στο τέλος μου είχες πει ότι είσαι καλύτερα και ότι θα βγεις από το νοσοκομείο..
Κι εγώ είχα χαρεί τόσο πολύ που θα συνεχίζαμε όπως πριν τις χαζομάρες μας… Μία βδομάδα μετά έφυγες για πάντα. Άλλοι τη γλίτωσαν, εσύ όχι. Δεν άντεξε ο οργανισμός σου.
Σε πρόδωσε η ηλικία σου. Στην αρχή σου είχα θυμώσει, γιατί με έκανες να ελπίζω. Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν με προειδοποίησες.
Συγγνώμη που δεν σου είπα ποτέ αντίο.
Μα εγώ ήθελα να θυμάμαι το χαμογελαστό αγόρι που κοιτούσε τ’ αστέρια κι ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά, όχι ένα παγωμένο κορμί ντυμένο στα λευκά. Και ήθελα να είμαστε φίλοι, γιατί οι φίλοι μένουν για μια ζωή λένε.
Κι είχαμε ακόμα πολλά καλοκαίρια να περάσουμε μαζί.
Ακόμα ξαπλώνω στα σκαλοπάτια μερικές φορές όταν νυχτώνει.
Διαλέγω το πιο φωτεινό αστέρι και λέω ότι είσαι εσύ.
Εσύ, που πάντα λείπεις.