Και κάπου εκεί

στο πουθενά

ξεπροβάλει σέρνοντας το φόρεμά της στο δρόμο

το χλωμό της δέρμα,

πορσελάνη..

Σφυρίζει ο αέρας καθώς περνά,

τα μαλλιά της την γδέρνουν.

Το περπάτημα της σταθερό,

το πρόσωπο της φαντάζει ανέκφραστο για τους απλούς περαστικούς.

Το κάθε της βήμα τέλειο λες και προμελετημένο,

σου ράγιζε την καρδιά..

Γεμάτο χάρη και ένταση,

σου προκαλούσε δέος μόνο να την κοιτάζεις..

Τα μάτια της πράσινα

την χάζευα από ώρα,

φυλακισμένος πια από την οπτασία που ερχόταν προς το μέρος μου..

Τα μαλλιά της στολισμένα με ζαφείρια,

τα μάτια με σμαράγδια,

τα χείλη με ρουμπίνια..

Το στόμα μου ανήμπορο να βγάλει μιλιά,

η ανάσα μου κοφτή..

Όσο με πλησίαζε

τόσο προσπαθούσα να κρατηθώ όρθιος.

Κάθε φορά που την κοίταζα,

άκουγα τον χτύπο της καρδιάς μου να αντηχεί ολόγυρα μου

Με γέμιζε με εφορία τόση που δεν άντεχα..

Με κοίταζε και δάκρυζε

διαμάντια τα δάκρυά της

Τόσο πολύτιμα τα δικά της..

Μεθυστικό το άρωμα της

δικό της

και το φεγγάρι συντροφιά της

Όλα δικά της..