Η Μοναξιά έχει το πρόσωπο μιας γυναίκας. Μιας γυναίκας που κάθεται απέναντι μου και χαμογελά. Κόσμος μπαινοβγαίνει, αυτή πάντα εκεί, με το μόνιμο σα ζωγραφισμένο μειδίασμα στα χείλη. Μερικές φορές γυρίζω το κεφάλι από την άλλη, την αγνοώ και μ’ αγνοεί, άλλες πάλι έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Με κερνάει τσιγάρο. Ίσα που προφτάνω να κάνω μια τζούρα, μου το αρπάζει από τα χέρια και το σβήνει. Με μέτρο μου λέει, για να το απολαμβάνεις κάθε φορά. Σαν βραδιάζει, είναι η μοναδική καληνύχτα μου. Πλανιέται παντού, στο σκοτάδι του δωματίου, στους άδειους τοίχους, στο δεύτερο μου μαξιλάρι. Την ημέρα κρύβεται πίσω από χαμένα βλέμματα και μισά χαμόγελα. Αν η μοναξιά είναι κενό, απώλεια, εγώ δεν έχω κάτι να μου λείπει. Γιατί γνωρίζοντας την ύπαρξη της και νιώθοντας την σε κάθε κύτταρο μου, δεν μπορώ παρά να νιώθω πλήρης. Ποτέ δεν θα’ μαι μόνη όσο έχω πλάι μου αυτή τη γυναίκα με το περίεργο χαμόγελο. Πολύ πιο μόνη ένιωθα σε συμβατικές σχέσεις με συμβατικούς ανθρώπους για συμβατικό σεξ. Πολύ πιο μόνη σε μικρές ή μεγάλες παρέες που η φωνή μου έκανε αντίλαλο στ’ αυτιά τους και οι άκρες των δαχτύλων μου έβρισκαν τοίχο. Προτιμώ μια μοναξιά που να μπορώ να την αντέχω μωρό μου, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μου. Δεν μπορείς εσύ να μου την στερήσεις. Πήγαινε να παίξεις αλλού το ρoλάκι σου, εδώ η αυλαία έχει πέσει, δε βλέπεις;