Ακούμπησα το χέρι μου σ’ ένα δέντρο
κι ένιωσα το αίμα του να χορεύει,
το σφύριγμα του ανέμου ανάμεσα στα κλαδιά του…
Είναι το πένθος του φθινοπώρου που τραγουδώ.
Έσφιξα την παλάμη μου.
Φοβήθηκα από τα λόγια της τσιγγάνας,
τις πληγές από καρδιάς μαχαίρι…
Την μοναξιά του θανάτου.
Τα μάτια που σαπίζουν στο φως.
Των χεριών οι γραμμές, των κορμών οι χαρακιές
− ίχνη αέναων σκιών φανερώνουν τη μοίρα.