Κοιτάζω τα δέντρα που στάζουν κάτω απ’ τον γκρίζο ουρανό. Οι σκέψεις μου ξεδιαλύνουν. Το πάθος εφορμά. Είναι η στιγμή που αγγίζω την φύση μου και γίνομαι αποτρόπαιος στα μάτια της κοινωνίας.

Βρίσκομαι με την γυναίκα του φίλου μου. Έχουμε καθίσει σ’ ένα γαλλικό bistroμε γοητευτικές μελωδίες τζαζ μουσικής, για να συζητήσουμε την επένδυση που θέλει να κάνει. Την κοιτάω στα μάτια καθώς της μιλάω. Διακρίνω κάθε λεπτή κίνηση της. Προσέχει να προδοθεί όσο γίνεται πιο επιτηδευμένα. Δεν έχει καθόλου ένταση στο πρόσωπο της και αυτό είναι το φυσικό της. Τα μαλλιά της είναι όμορφα ατημέλητα και το ντύσιμο της ανοιξιάτικο. Άσπρο φορεματάκι με λουλούδια. Δεν την γνώρισα σήμερα. Την ξέρω από τότε που άρχισα να οσφραίνομαι την γυναίκα. Θέλω να της πω ότι η ομορφιά της εκτείνεται στον χρόνο, απ’ τον Σωκράτη και τον Όμηρο μέχρι σήμερα και για πάντα. Παρόλα αυτά της λέω μονάχα τα καθέκαστα. Συμφωνούμε στο πλάνο της δουλειάς και δίνουμε τα χέρια.

Έπειτα από μερικές γουλιές καφέ οι κουβέντες γίνονται ανάλαφρες, όπως τα καλοκαίρια ξαπλωμένοι στην ακρογιαλιά. Όσο περνάει η ώρα την Βλέπω να γίνεται λιγωμένα αινιγματική. Θέλει να ακούσει, να ρουφήξει. Προσπαθεί να κρατηθεί. Τα καταφέρνει. Όμως με κοιτάει επίμονα. Έρχεται στο μυαλό ο φίλος μου. Είναι πολύ γοητευτική κοντά του. Της λέω ότι «σ’ έχω φανταστεί να κολυμπάς γυμνή». «Το έχω κάνει», μου απαντάει χωρίς περιστροφές. «Πως ένοιωσες;». «Ελεύθερη». Κατακλύζομαι από επιθυμία ταπείνωσης. «Μ’ αρέσεις πολύ». «Το ξέρω μου απαντάει». «Μπορείς να ξεχάσεις την σημερινή ημέρα;». «Εξαρτάται», μου απαντάει. «Θέλω να ορμήσω σαν αρπαχτικό στο κορμί σου και να βγάλω από μέσα μου όλα τα βρώμικα φιλιά που μάζεψα για σ’ ένα». «Και ύστερα;». «Ύστερα θα έχουμε νικήσει τον φασισμό και τον κακό μας εαυτό». «Μ’ αρέσει πολύ αυτό το μότο». Αμέσως έψαξα τον σερβιτόρο. Θέλαμε όσο τίποτα να αποδράσουμε απ’ τα κλουβιά που ήμασταν φυλακισμένοι. Ο κόσμος θα γινόταν μια ωραία μελωδία.