Η φωτιά ως γενεσιουργός αιτία ανάπτυξης της λαϊκής προφορικής παράδοσης.

Κατά τη μυθολογική παράδοση του λαού μας, ηρωική μορφή που θυσιάστηκε για να προσφέρει τεχνολογικό πολιτισμό στους ανθρώπους είναι ο Τιτάνας Προμηθέας. Όταν μετά τη δημιουργία των ανθρώπων, τους είδε γυμνούς, ξυπόλητους, άοπλους και άστεγους, τους βοήθησε προσφέροντάς τους ως δώρο «έντεχνο σοφία», τεχνογνωσία και ενέργεια ή, πιο χαρακτηριστικά, το «άνθος της πάντεχνης φωτιάς», που έκλεψε ο ίδιος από τον θεό Ήφαιστο. Ο Αισχύλος, στο έργο του Προμηθέας Δεσμώτης, γράφει ότι ο Προμηθέας δεν έδωσε στους πρωτόγονους απευθείας τη φωτιά, για να μην καούνε, αλλά τους την προσέφερε σε μορφή γραμμάτων, και οι άνθρωποι παίζοντας μ’ αυτά δημιούργησαν σιγά σιγά λόγο, που τους εξέλιξε αντίστοιχα (Αισχύλος, 2004).

 Από όσα γνωρίζουμε, οι αρχαίοι Έλληνες λάτρεψαν το δώρο του Προμηθέα, αλλά και όλοι οι πρωτόγονοι λαοί θεοποίησαν τη φωτιά. Η ωφέλεια της φωτιάς, μάλιστα, ήταν τόσο μεγάλη, που για να την αντισταθμίσουν οι θεοί, έδωσαν στους ανθρώπους και ένα σωρό δυσκολίες, με την Πανδώρα. Και βεβαίως, τιμώρησαν τον Προμηθέα για την κλοπή της πολύτιμης φωτιάς, που ήταν δυνατή για την ανάπτυξη του ανθρώπινου λόγου, προφορικού και γραπτού. Με τη φωτιά οι άνθρωποι εξελίχθηκαν, έφτιαξαν τα όπλα και τα εργαλεία τους και κατασκεύασαν τα σπίτια τους.

Η ολύμπια θεά Εστία ήταν σύμβολο της οικίας και αφιέρωσε τη ζωή της στα σπιτικά των θνητών, στην αρμονική συμβίωση και στις πιστές σχέσεις τής γερά δεμένης οικογένειας. Γι’ αυτό και στο κάθε σπίτι υπήρχε ένας βωμός που είχε το όνομά της κι εκεί μέσα έκαιγε άσβεστη φωτιά, η αγάπη της για όλους και η φροντίδα για τη συνέχιση των γενεών. Στην Εστία οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν την επινόηση της τέχνης για το χτίσιμο του πρώτου σπιτιού. Σ’ αυτήν, λοιπόν, και στην ενότητα που αντιπροσώπευε είχαν αφιερώσει το κυριότερο μέρος της οικίας, εκεί δηλαδή που έκαιγε η φωτιά και μαζεύονταν όλα τα μέλη της οικογένειας τριγύρω κουβεντιάζοντας (Κerenyi, 2002· Ρασσιάς, 1992· Grimal, 1991).

Η οικιακή πυρά τούς κρατούσε συντροφιά στις αφηγήσεις τους, ζεσταίνοντας και το βραδινό τους φαγητό. Η εστία υπήρχε και υπάρχει σε κάθε παραδοσιακό σπίτι και δεν αποτελεί απλώς έναν χώρο όπου μαγειρεύουν οι άνθρωποι και ζεσταίνονται, αλλά είναι το σύμβολο της ενότητας της οικογένειας, και το συναντάμε σε πολλά έθιμα της Ελλάδας. Είναι τόσο ισχυρό σύμβολο όσο το εικονοστάσι για τους χριστιανούς ορθόδοξους ή τα στέφανα.

Στα σπίτια της επαρχίας, κυρίως τα παλαιότερα χρόνια, στα χωριά του βουνού ή της πεδιάδας, στις διευρυμένες/ εκτεταμένες τότε οικογένειες, η γιαγιά ή ο παππούς αφηγούνταν παραμύθια ή και πραγματικές ιστορίες στα εγγόνια, μπροστά στη φλόγα του τζακιού. Το τζάκι ή η ξυλόσομπα ήταν ένας χώρος κοινωνικής αλληλεπίδρασης και μάθησης, ένα σημείο που η μια γενιά «παρέδιδε» τον λαϊκό πολιτισμό στην επόμενη. Τα παιδιά άκουγαν για τη νεράιδα που μάγεψε το βασιλόπουλο, για τα υπεράνθρωπα κατορθώματα του προπάππου στον πόλεμο, για το πώς η γιαγιά ερωτεύτηκε τον παππού στο πανηγύρι του αγίου.

Η φωτιά ένωνε τους συγγενείς και γείτονες των διαφορετικών ηλικιών και έδινε την αφορμή για τη συνεχή ανάπτυξη της προφορικής λαϊκής παράδοσης, μέσα από μύθους, παραμύθια, θρύλους, ιστορικά γεγονότα, προσωπικές αλήθειες.

Στη λαϊκή μας παράδοση, συναντάμε τη φωτιά σε πολλά έθιμα. Οι αναστενάρηδες, πατώντας στη φωτιά καθοδηγούμενοι από τον άγιο, όπως οι ίδιοι δηλώνουν (Danforth, 1995), συνοδεύονται από τραγούδια και δίνουν το έναυσμα στους παρευρισκόμενους να επιδίδονται σε αφήγηση ιστοριών των αγίων και των «αντιπροσώπων» των αγίων που βγήκαν αλώβητοι από τη φωτιά. Στον κλήδονα, όποια και αν είναι η ετυμολογία του όρου και οι ρίζες προέλευσης του εθίμου, οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν κοινωνικά γύρω από τη φωτιά, λέγοντας ευτράπελες ιστορίες και απαγγέλλοντας πιπεράτα στιχάκια.

Η ζωή του ανθρώπου, η μοίρα του και η ψυχή του, συνδέονται με τη φωτιά. Η ζωή συμβολίζεται με ένα καντήλι του οποίου η φλόγα άλλοτε καίει ζωηρά, άλλοτε τρεμοπαίζει ή σβήνει. Το ίδιο και η ανθρώπινη ψυχή. Αν ένας άνθρωπος ήταν αρκετά αμαρτωλός στη ζωή του, θα καεί στις φλόγες της κολάσεως, όπως συνέβη και με τις μάγισσες στον μεσαίωνα. Αυτό βεβαίως θα συμβεί αν δεν έχει ήδη πέσει φωτιά να τον κάψει επειδή έλεγε συστηματικά ψέματα! Αν όμως προσευχήθηκε μπροστά στη φλόγα του καντηλιού, ίσως τελικά και να σωθεί. Πάντα ο άνθρωπος αισθάνεται λύπη όταν μια φλόγα σβήνει και προσπαθεί να τη διατηρήσει, εκτός από την περίπτωση της φωτιάς ως φυσικής καταστροφής που απειλεί τη ζωή και τον πολιτισμό. Όταν μια σπίθα ή μικρή φλόγα μετατρέπεται σε πυρκαγιά, εννοείται έτσι η αύξηση της έντασης των ανθρώπινων συναισθημάτων, ευχάριστων ή δυσάρεστων.

Η φωτιά συνοδεύει τον άνθρωπο και σε διάφορες εκδηλώσεις της καθημερινότητάς του, είτε χαράς είτε λύπης. Σκεφτείτε, πόσες φορές το καλοκαίρι έχουμε συγκεντρωθεί με φίλους γύρω από μια φωτιά λέγοντας ιστορίες και τραγουδώντας; Πόσες φορές τον χειμώνα προτιμήσαμε να συγκεντρωθούμε στο σπίτι ενός φίλου που έχει την τύχη να διαθέτει τζάκι; Πόσες φορές ως παιδιά-κατασκηνωτές νιώσαμε τη ζεστασιά της ανθρώπινης κουβέντας και αφήγησης ανάβοντας μια βραδινή φωτιά κοντά στη θάλασσα; Πόσες φορές ανάβοντας μια φωτιά μαζί με άλλους, ενισχύσαμε την ενότητα και τη συνεργασία μας; Πάντα η φωτιά συνδέεται με την κοινωνική ενότητα, τον προφορικό λόγο, την αφήγηση ιστοριών από το παρελθόν και την αφήγηση μελλοντικών σχεδίων. Και αν δεν έχετε κάνει κατασκήνωση ή προσκοπισμό εσείς ή τα παιδιά σας, θυμηθείτε, πόσοι από εσάς καήκατε από τις φλόγες του έρωτα και αφηγηθήκατε αυτή την ιστορία αγάπης ξανά και ξανά;

Διαπιστώνουμε πως η φωτιά αναπόφευκτα συσχετίζεται με τον προφορικό λόγο και την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και με το φανταστικό και το στοιχείο της μαγείας. Αυτό προκύπτει από τη δύναμη της φωτιάς να διαλύει και να ανασυνθέτει, να καταλύει και να αναπλάθει, να καταστρέφει και να αναγεννά. Τόσο σε πρακτική διάσταση, όπως οι τέχνες της αγγειοπλαστικής, της μεταλλοτεχνίας, της μαγειρικής, όσο και σε συμβολικό επίπεδο, δηλώνοντας την υπέρβαση και το μεταφυσικό. Ας σκεφτούμε παραδείγματα από τον δικό μας ή και από άλλους πολιτισμούς, την πυρολατρία, τα αναστενάρια, την τελετουργία καύσης του νεκρού, την τελετουργία μύησης σε ένα δόγμα, τη φωτιά που θα πέσει να μας κάψει! Πανάρχαια ένστικτα συγκεντρώνουν τους ανθρώπους κάθε εποχής γύρω από τη μαγευτική φωτιά. Μας κυριεύει κάθε φορά που την κοιτάμε, έτσι ώστε να μην μπορούμε να απομακρυνθούμε απ’ αυτήν. Δεν θα πάψει ποτέ να εμπνέει τον άνθρωπο, να τον ξεκουράζει και να τον ταξιδεύει, είτε μόνο του είτε με συντροφιά, και ποτέ, εν τέλει, δεν θα χάσει τη μαγεία της.

Η φωτιά ως γενεσιουργός αιτία ανάπτυξης της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, και κατ’ επέκταση της λαϊκής προφορικής παράδοσης, είχε μια αφετηρία, η οποία μάλλον δεν ήταν ο Προμηθέας ή η γιαγιά του τζακιού, αλλά… η μαγειρική! Για να είμαι πιο ακριβής, η μετάβαση της ανθρωπότητας από την κατανάλωση του ωμού κρέατος στο μαγειρεμένο, ψημένο/βρασμένο. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται από τη διεθνή βιβλιογραφία των χώρων της κοινωνικής ανθρωπολογίας και βιολογίας.

Το μαγείρεμα έπαιξε ουσιαστικό και καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ανθρώπινης φύσης και κοινωνικής συμπεριφοράς, καθώς συγκέντρωσε την οικογένεια ή και την κοινότητα γύρω από τη φωτιά. Η νοημοσύνη, τα αν- θρώπινα ενδιαφέροντα, τα συναισθήματα και όλη η κοινωνική ζωή αποτελούν προϊόντα προσαρμογής στη δραστηριότητα του κυνηγιού (Washburn & Lancaster, 1968, όπ. αναφ. στο Wrangham, 2010).

Ο κόσμος αρχικά κλονίστηκε όταν ο Άγγλος βιολόγος Κάρολος Δαρβίνος, το 1859, υποστηρίζοντας τη θεωρία του περί κοινής καταγωγής, συμπεριέλαβε το ανθρώπινο είδος στο ζωικό βασίλειο ως έναν απόγονο ανθρωποειδών πιθήκων (Darwin, 2007). Βεβαίως, ακολούθησαν αμφισβητήσεις από κάθε πλευρά, στη συνέχεια όμως πολλές μελέτες μεταγενέστερων ερευνητών, παλαιοντολόγων, αρχαιολόγων, γεωλόγων, επιβεβαίωσαν την αναπόφευκτη στενή μας συγγένεια. Το θέμα είναι πώς κάποιες ομάδες τυχερών πιθήκων εξελίχθησαν υπό ορισμένες συνθήκες σε Ηomo, και σημαντικό στοιχείο σε αυτή τη διαδικασία αποτελεί η φωτιά και η χρήση της, κυρίως για την κατασκευή εργαλείων και όπλων. Η κατοχή της φωτιάς είναι που διακρίνει τα ανθρώπινα όντα από τα ζώα, και πρόκειται για μια από τις σπουδαιότερες μεταβάσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η χρονολογία, επίσης, που δάμασε ο άνθρωπος τη φωτιά είναι αβέβαιη (Leakey, 1996).

Το μέγεθος του εγκεφάλου αυξήθηκε εντυπωσιακά, τα δόντια έγιναν μικρότερα, τα χέρια κόντυναν, τα πόδια επιμηκύνθηκαν, η διαβίωση έγινε αποκλειστικά χερσαία και δίποδη και χρειάστηκε να αναπτυχθεί ένα ανθρώπινο σύστημα επικοινωνίας, να διαμορφωθεί ένα «κοινό σύστημα νοημάτων», με πρώτη εκδοχή τον προφορικό λόγο. Η επινόηση της προφορικής γλώσσας ήταν απαραίτητη για να μεταβιβάζονται οι πληροφορίες από τη μια γενιά στην άλλη, και όσο η γλώσσα εμπλουτιζόταν, τόσο πίεζε τον εγκέφαλο να μεγεθυνθεί, ειδικά στο κομμάτι αποθήκευσης πληροφοριών, δηλαδή της μνήμης (Mayr, 2005).

Όσο η νόηση αναπτυσσόταν, ο άνθρωπος δεν περιορίστηκε στην αφήγηση των γεγονότων χρησιμοποιώντας τη μνήμη, αλλά προχώρησε σε πιο πολύπλοκες διαδικασίες, στη μυθοπλασία, εμπλουτίζοντας την ιστορία του με φανταστικά στοιχεία και προσθέτοντας υποθετικά στοιχεία στον λόγο του (Κακριδής, 1986) . Άρχισε να προσπαθεί να εξηγήσει την ίδια του την ύπαρξη και την προέλευση του κόσμου και της ζωής γύρω του, φτιάχνοντας μύθους, οι οποίοι έγιναν τμήμα της ιστορίας (Leakey, 1996), τμήμα δηλαδή της λαϊκής προφορικής παράδοσης.

Η παραγωγή, λοιπόν, η αποθήκευση και η μετάδοση των πληροφοριών από άνθρωπο σε άνθρωπο και από γενιά σε γενιά είναι στην ουσία η λαϊκή προφορική παράδοση, η λεγόμενη συλλογική μνήμη. Η αφήγηση και η προφορική παράδοση ως απλός και καθημερινός τρόπος επικοινωνίας, και στη συνέχεια η πιο σύνθετη διαδικασία του γραπτού λόγου, οδήγησαν στις τέχνες, τις επιστήμες και κάθε έκφανση πολιτισμού. Όλα αυτά που μαρτυρούν τη «θέλοντας και μη» συνεχή ανάπτυξη της ευφυΐας ήταν δυνατά με τη χρήση της φωτιάς ως πηγής θερμότητας για ζεστασιά και για κατασκευή εργαλείων, ως πηγής φωτός για τη διδασκαλία και την κοινωνική αλληλεπίδραση, αλλά το κυριότερο… για μαγείρεμα.

Η επικράτηση και καθιέρωση του μαγειρέματος του θηράματος όταν ο κυνηγός επέστρεφε σπίτι διαμόρφωσε την κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων. Με το μαγείρεμα οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν γύρω από τη φωτιά, όρισαν τις ώρες των γευμάτων, οργανώθηκαν σε κοινότητα, μοιράστηκαν το κοινό αγαθό. Το μαγείρεμα προσέφερε ευκαιρίες για συνεργασία και εξέλιξη των κοινωνικών δεξιοτήτων, καθώς τους ανάγκασε να βρίσκονται ο ένας κοντά στον άλλον και να συνεννοούνται, να κατανέμουν εργασίες, να διαχειρίζονται αυτό το πολύπλοκο κοινωνικό σχήμα. Αναπτύχθηκε η ανεκτικότητά τους και, καθώς κοιτούσαν ο ένας τον άλλον στα μάτια, κατάφεραν να εκτιμήσουν, να κατανοήσουν, να εμπιστευτούν και να αναπτύξουν χαλαρή επικοινωνία. Αυτές οι μεταβολές στην κοινωνικότητα εξέλιξαν πρωτίστως την προφορική γλώσσα και, κατ’ επέκταση, την ικανότητα δημιουργικής επικοινωνίας και απασχόλησης. Με τον έλεγχο της φωτιάς και της γλώσσας εμφανίστηκε και η καλλιτεχνική έκφραση, λεπτοδουλεμένα εργαλεία και αντικείμενα τέχνης, ζωγραφικές παραστάσεις στα σπήλαια κ.λπ. (Wrangham, 2010).

Με την κατανάλωση μαλακού μαγειρεμένου φαγητού, οι άνθρωποι δεν χρειάζονταν να περνάνε μεγάλο μέρος του χρόνου τους μασώντας ωμό κρέας. Οι γυναίκες αφιέρωναν χρόνο στη συλλογή τροφής (ρίζες, καρποί, λαχανικά, φρούτα κ.ά.) και στην προετοιμασία του γεύματος. Οι άντρες, πέραν του κυνηγιού, επιδίδονταν και σε άλλες ασχολίες, περισσότερο ή λιγότερο αποδοτικές, ανάλογα με τις ανάγκες της οικογένειας, αλλά και τις επιθυμίες. Πριν από το μαγείρεμα, οι άνθρωποι είχαν πολύ λίγο ελεύθερο χρόνο και οι δυνατότητες για άλλες δραστηριότητες ήταν πολύ περιορισμένες. Πόσο μάλλον για αφήγηση των γεγονότων της ημέρας, όταν οι γνάθοι κόπιαζαν για ώρες μασώντας τη σκληρή τροφή. Τα βράδια, σε κάθε καλύβα, σε κάθε οικογένεια άναβε μια φωτιά. Για θερμότητα τις κρύες νύχτες, για φως, μαγείρεμα και αφήγηση των κατορθωμάτων του κυνηγού. Η χρήση της φωτιάς έλυσε τους χρονικούς περιορισμούς του ανθρώπου, μειώνοντας όχι μόνο τον πολύτιμο χρόνο που απαιτεί η μάσηση της τροφής (με όσα αυτό συνεπάγεται), αλλά αξιοποιώντας την έλλειψη φωτός μετά τη δύση του ηλίου (μαγείρεμα, γεύμα, ξε- κούραση) και αφήνοντας όλη την ημέρα με το φως του ηλίου, ελεύθερη για κυνήγι ζώων. Με τη μεταβολή της διατροφής και το μαγείρεμα του κρέατος, επιπλέον, ο ανθρώπινος οργανισμός απέκτησε και περισσότερη ενέργεια ώστε να συνεχίσει να εξελίσσεται (Wrangham, 2010).

Τη χρήση της φωτιάς προς παραγωγή τροφής και πολιτισμού και την αντανάκλαση της κοινωνικής δομής, της ανθρώπινης νόησης και επικοινωνίας μέσα από τη μαγειρική πραγματεύεται και ο θεμελιωτής της κοινωνικής ανθρωπολογίας, Claude Lévi-Strauss (2001).  Χωρίς τη φωτιά ο κόσμος δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί και να πάρει τη σημερινή μορφή που γνωρίζουμε. Ίσως ο ίδιος ο άνθρωπος να μην είχε καταφέρει με το πέρασμα του χρόνου να εξελίξει τον λόγο ή, ακόμα, να μην είχε καταφέρει να επιβιώσει.

Βιβλιογραφία

Αισχύλος (2004), Προμηθέας Δεσμώτης (μτφρ. Γ. Κεντρωτής – Ν. Παπαδόπουλος), Αθήνα: Μαΐστρος.

Danforth Loring (1995), Τα αναστενάρια της Αγίας Ελένης – Πυροβασία και θρησκευτική θεραπεία (μτφρ. Μ. Πολεντας), Αθήνα:Πλέθρον.

Darwin Charles (2007), Η καταγωγή των ειδών (μτφρ. Ανδρέας Πάγκαλος), Αθήνα: Γκοβόστη.

Grimal Pierre (1991), Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Μυθολογίας (μτφρ. Β. Άτσαλος), Θεσσαλονίκη: The University Studio Press.

Κerenyi Carl (2002), Η Μυθολογία των Ελλήνων (μτφρ. Δημήτρης Σταθόπουλος), Αθήνα: Εστία.

Κακριδής Ι (1986), Εγκυκλοπαίδεια Ελληνική Μυθολογία, τόμος 1: εισαγωγή στο μύθο, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.

Leakey Richard (1996), Η απαρχή του ανθρώπινου είδους (μτφρ. Γ. Κυριακόπουλος – Σ. Μανώλης), Αθήνα: Κάτοπτρο. Lévi-Strauss Claude (2001), Το ωμό και το μαγειρεμένο, Αθήνα: Αρσενίδης.

Mayr Ernst. (2005), Τι είναι η εξέλιξη (μτφρ. Μαρίνα Λαντζούνη), Αθήνα: Κάτοπτρο.

Μαλαφάντης Κωνσταντίνος (2006), Το παραμύθι στην εκπαίδευση, Αθήνα: Ατραπός.

Ρασσιάς Βλάσης (1992), Περί των Πατρώων Θεών, Αθήνα: Ανοιχτή Πόλη.

Wrangham Richard (2010), Παίρνοντας φωτιά. Πώς η μαγειρική μας έκανε ανθρώπους (μτφρ. Γιάννης Δήμας), Αθήνα: ΑΒΓΟ.

 

Γιώργος Ευγενικός

Αφηγητής, ηθοποιός, σύμβουλος, αφήγησης, εκπαιδευτής, διευθυντής της “Σχολής Αφηγηματικής Τέχνης” και καλλιτεχνικός διευθυντής  του Κέντρου Μελέτης και Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών και του Κέντρου Αφηγηματικής Τέχνης. Έχει σπουδάσει στην Ανωτέρα Δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης – Καρόλου Κουν και έχει παίξει σε πλήθος θεατρικών παραστάσεων από το 1988 έως σήμερα. Το 1997 τιμήθηκε με το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Αφηγείται ιστορίες από τη λαϊκή προφορική παράδοση, τη μυθολογία, ιστορίες βιωματικές και μαρτυρίες από τη σύγχρονη εποχή. Με τις ιστορίες του έχει ταξιδέψει στην Ελλάδα, και το εξωτερικό. Έχει αφηγηθεί σε Φεστιβάλ, Μουσεία, Βιβλιοθήκες, Λέσχες αφήγησης, Σχολεία, Ιδρύματα, στο Ραδιόφωνο την Τηλεόραση κ.αλ.

http://evgenikos.blogspot.gr
www.e-mythos.eu