Να μην με δεις να κλαίω. Στο σπίτι καθώς μπαίνεις, η γνωστή μεριά του κρεβατιού έχει πια καλά στρωμένα σεντόνια. Τα φωτιστικό έχει καιρό ν’ ανάψει. Μόνο η μεγάλη λάμπα στο ταβάνι σαν φεγγάρι ολόγιομο φωτίζει τους τοίχους και την απουσία.
Να μην με δεις να γελάω. Στα βρεγμένα από κύματα πόδια μου η ζωή συνεχίζεται με ήλιο και μπλεγμένα αρώματα μπαχαρικών σε κοκτέιλ. Ταράτσες με κόσμο και θάλασσα πιο μπλε από ουρανό μου δείχνει πως το κρεβάτι είναι μια σταθερά που με κρατά αμετακίνητη.
Σήμερα το πρωί, ξύπνησα λιγότερο έξυπνη και αυτό σημαίνει πως είμαι έτοιμη με αφέλεια ν’ αφεθώ στην αγάπη. Απαίδευτη από παιχνίδια και στρατηγικές θα αφήνομαι ξανά και ξανά πάνω στον πόνο του έρωτα. Κάποιος μου είπε πως αυτό λέγεται ζωή. Μα εγώ πια πιστεύω πως ο έρωτας είναι το κυνήγι μιας αγκαλιάς δυο αστεριών που την ώρα της ένωσης τους είναι καταδικασμένα να γίνονται σκόνη
Γίνομαι αφελής και ερωτεύομαι. Εδώ στην σιγουριά και την ασφάλεια πως τίποτα κακό δεν μπορεί να συμβεί ξανακοιτώ το κρεβάτι, την ατσαλάκωτη μεριά και σκέπτομαι πως όταν πλαγιάζω τις νύχτες με όνειρα, όλα μένουν ίδια –αλώβητα και ήρεμα.
Βάζω καφέ, πέφτω πάνω στ’ αναποδογυρισμένα πέδιλά μου, τα στήνω σαν γοβάκια πριγκίπισσας, κάθομαι στον καναπέ. Πρώτη γουλιά καφέ και μια ακτίνα ήλιου ζωγραφίζει μια γραμμή – δρόμο στο πόδι μου. Ανάρρωση από την πραγματικότητα ενώ μαζί με το ράδιο αρχίζω να σιγοτραγουδώ:
‘’Μέσα στους τοίχους της μικρής μου φυλακής
κάποιος διαβάζει της παλάμης μου το χάρτη,
βλέπει τους δρόμους της χαμένης μου ζωής και
μου τραγουδάει “η αγάπη θα `ρθει, θα `ρθει..’’.