Τα βράδια χάνομαι ανάμεσα σε σκέψεις δανεικές.
Κι είναι ώρες που παύω να μετράω την ύπαρξη,
που παύω να ζυγώνω το θάνατο.
Κι είναι ώρες που αναμιγνύονται ηδονικά
η απελπισία κι η αίσθηση
και σε κατάσταση έκστασης φωνάζω τ’ όνομά της.
Λεχώνα κουβαλάω στη μήτρα μου
τα βάσανα που από γεννησιμιού μού χάρισε εκείνη.
Κι έρχονται οι ώρες και σκιάζομαι
κι αγνάντα το σκοτάδι
αφήνομαι στη δούλεψη της όμορφης κυράς μου.
Κι έρχεται και παρέρχεται ο φόβος
κι οι ώρες φεύγουν
και σκορπούν τα βλέφαρά μου στο πάτωμα
κι αλλιώτικη μ’ αντικρίζει εκείνη.
Κι έρχονται οι ώρες και δε στέκομαι πια
και δεν έχω δύναμη να κλάψω ή να φωνάξω,
ν’ αγγίξω κάθε ανθρώπινο χαμένο μεγαλείο.
Και μπερδεύομαι ξαφνιασμένη με τα ίδια μου τα πόδια
και πέφτω στο ενέχυρο χαμένων εποχών.
Και φεύγουν οι ώρες,
και ξεχνιέμαι στο θόρυβο που κάνει ο αέρας
σαν τρυπώσει απ’ τη χαραμάδα.
Και φεύγουν οι ώρες,
και τη φευγαλέα σκέψη μου εκείνη κατακλύζει.
Μην τύχει κι έρθουν ώρες δύσκολες
και θρήνος κι οδυρμός με κάνει και τη χάσω.