Σώθηκαν οι λέξεις κι η χαρά.

Ταξιδεύουν μαζί κάθε νυχτιά.

Ένα όνειρο δρόμος

κι οδηγάει ο πόνος.

 

Τραγουδούν παράπονα.

Για όσα δε τόλμησαν να πουν.

Για όλα όσα ήθελαν,

δυνατά, ν’ ακουστούν.

Μα δε βρήκαν το θάρρος.

 

Παράπονο ζωντανό.

Στιγμές κλειδωμένες.

Αγκαλιές σκορπισμένες.

Χαραγμένες, μοναχά,

σε μαγεμένο μυαλό.

 

Οι ώρες ,οι μικρές,

κυλούν αργά και βασανιστικά.

Οι πόρτες αμπαρώνουν

και τα κλειδιά βαριά.

Τα τείχη υψώνονται ψηλά.

Να μη μπορεί να μπει,

ούτε χαμόγελο σταλιά.

 

Λαχταρά ν’ αγαπήσει η καρδιά

μα τι κι αν έχει μάτια ανοιχτά;

Oι ουρανοί της πνίγονται

σε σκοτάδια πυκνά.

 

Κι όταν πια δεν έχει απομείνει

ελπίδα καμιά,

δραπετεύουν οι λέξεις.

Μία-μία δειλά.

 

Ψιθυρίζουν τα λόγια,

τ’ ανείπωτα,

ξανά και ξανά.

Και σπoυν τη σιωπή σου

σε χίλια κομμάτια

σαν λύκων ουρλιαχτά.

 

Θυμήθηκα.

Ήρθες στον ύπνο μου χθες βράδυ

κι ακούμπησες στη πλάτη ένα χάδι..

 

Κι όπως σε έβλεπα,σκιά,

να χάνεσαι στο δειλινό

έμεινα εκεί να ψιθυρίζω

ένα τελευταίο

σ’ αγαπώ.

 

Κι ήταν που ήθελα

μονάχα να κρεμάσω

την Άνοιξη

στα χειμωνιάτικα μπαλκόνια σου,

τον ήλιο να σου πιάσω.