Στέγνωσε η ψυχή να ζητάει σωτήρες.

Άγκυρες τα μάτια τους

αλυσόδεσαν τα φτερά σου.

Σκλαβωμένος πια,

στη γη δίχως περιέργεια καμιά,

πως μοιάζει ο κόσμος χαζεύοντας από ψηλά.

Αναζητά χίλια τοπία ν’ αράξει το βλέμμα σου.

Μα όλα ξεχειλίζουν μυρωδιά ναφθαλίνης.

Κι είναι που σου ‘ταζαν

μια νέα αρχή με κάθε τέλος.

Μα ξέχασες να πάρεις το κομμάτι της καρδιάς

που σου αναλογούσε

κι εκείνο πολυκαίρισε και μούχλιασε.

 

Κοντοστάθηκες πλάι σε μια χαραμάδα,

κουρασμένος.

Τσούγκρισες με τ’ όνειρο

που ξύπνησε σαν ήλιος να σε ζεστάνει.

Ρώτησες βουβά

-Τα παραμύθια που κρύφτηκαν;

Κι εκείνα σ’ αποκρίθηκαν..

-Εκεί που τα τρύπωσες εσύ..