Η πρώτη φορά που ξεπαρθενεύτηκε η ψυχή μου δεν περιείχε ούτε μια δόση αμφιβολίας ή φόβου. Με περίσσιο θράσος την ξεγύμνωσα μονομιάς μπροστά σου κι ας μην ήταν τόσο όμορφη. Ήταν ό,τι πιο δικό μου. Σου έδειξα ένα -ένα τα σημάδια της με χέρια τρεμάμενα και μάτια δακρυσμένα «Να εδώ..Κι εδώ αυτό μπορεί να μην το είχες δει…» κι εσύ μ’αγκαλιάσες και μου πες «Δεν πειράζει». Και μετά δεν πείραζε. Μα όταν την άδειασες και ξέμεινε τα σημάδια εκείνα έγιναν βαθιές πληγές που δεν έκλειναν με τίποτα. Επίδεσμο πάνω στον επίδεσμο, παυσίπονα με γενναίες δόσεις αλκοόλ, ξενύχτια μόνη, ξενύχτια με παρέα μόνη, γκόμενοι- πανάκεια… Κι όταν πήγαιναν να την αγγίξουν ξένα χέρια σαν νερό έτρεχε το αίμα από τις πληγές, θαρρείς και ήθελε να την ξεπλύνει από τη ντροπή. Έτσι κι εγώ έσκυψα, τη φίλησα και έδωσα το λόγο μου ότι θα την προσέχω. Της φόρεσα ρούχα φαρδιά και χοντρά να μην την πλησιάζουν και πολύ γιατί ξέρω – οι άνθρωποι μόνο το περιτύλιγμα κοιτάνε- μπορεί να μην έγιανε αλλά έμαθε να αντέχει. Δεν έχει λοιπόν κανείς το δικαίωμα να έρχεται και να την ξεσηκώνει επειδή του καύλωσε να γαμάει ψυχές. Εκατό συγγνώμες δεν της φτάνουν. Δεν της αρέσει να χαζολογά, μόνο να ακούει. Θέλει να μάθει ν’ αγαπιέται μοναχή της. Κουράστηκε να στολίζεται κάθε φορά περιμένοντας επισκέψεις και στο τέλος να μένει όπως πάντα. Μόνη. Δεν τη χαλάει το μόνη. Εκτός προγράμματος δεν γουστάρει να βγαίνει γιατί θυμάται… Δεν κατάφερα να της μάθω να ξεχνάει βλέπεις. Ελαττωματική θα μου πεις, γιατί δεν παίρνεις άλλη; Εμένα έτσι μου αρέσει σημαδεμένη… να ξεχωρίζει μέσα σε όλη την εμετική τελειότητα που προσποιούνται καθημερινά. Εσύ που δεν κατάλαβες… Σε ζηλεύω που κοιμάσαι τα βράδια. Εσύ που μπορεί να το βρίσκεις ανόητο, σε λυπάμαι που δεν θα καταλάβεις ποτέ. Εσύ που κατάλαβες… καταλαβαίνεις πολύ περισσότερα απ’όσα νομίζεις.
