Κουράστηκα να σέρνω το βάρος της ύπαρξης μου από δω κι από κει.

Βαρέθηκα να ακούω λόγια βαρύγδουπα και να βουλώνω τα αυτιά μου.

Να ψιθυρίζω στον ξύπνιο και να φωνάζω στον ύπνο μου.

Να προβάρω το χαμόγελο μου πριν από κάθε παράσταση.

Να κρύβω την μαυρίλα της ματιάς μου πίσω από γυαλιά ηλίου.

Και την οργή μου με πνιχτά γέλια.

Μάτωσαν τα χέρια μου να περιφράζω με συρματόπλεγμα κάθε τι δικό μου για να το προστατέψω και να σκαλώνω εγώ η ίδια.

Όλες μου τις προσπάθειες τις έκαψα σε κάτι χαμένες υποθέσεις που αρνιόμουν να παραδεχτώ το τέλος. Πλέον, ούτε για μένα δεν προσπαθώ.

Έχω σταματήσει προ πολλού να απολογούμαι για πράξεις που έκανα ή δεν έκανα.

Για ανθρώπους που άφησα να φύγουν. Μα, πόσο ανόητη, κανείς δεν φεύγει

επειδή τον άφησες.

Ήθελε κι έφυγε.

Άρχισα να μετράω τις λέξεις μου πριν τις ξεστομίσω.

Να τις χαρίσω ούτε λόγος, δεν έχω πια την πολυτέλεια να τις σπαταλώ.

Και δεν πηγαίνω πια εκεί που με ακούνε γιατί δεν έχω τίποτα καινούριο να πω.

Χάθηκε η διάθεση μου να δικαιολογώ τους άλλους και να κατηγορώ τον εαυτό μου.

Λιγόστεψαν τα κουράγια μου να τον στήνω στον τοίχο και να τον καταδικάζω με την πρώτη στραβή.

Τί φταίει κι αυτός που δεν αγαπήθηκε; Mήπως δεν αγάπησε αρκετά;

Πιο πολύ κουράστηκα να παριστάνω τη δυνατή για εσένα.

Την αδιάφορη, την απότομη, την αναίσθητη.

Στους άλλους, σε εμένα, για εσένα.

Τόσο θέατρο δεν το άξιζες, ψυχή μου…