• Προς εκτόνωση η κόντρα κυβέρνησης – αντιπολίτευσης.
  • Σε σταθερή πορεία η ελληνική οικονομία.
  • Στα «λευκά» θα κάνει Χριστούγεννα η Αθήνα.
  • Νέο βιβλίο από τον συγγραφέα Μ.Κ.

 

Εκείνον δεν έμοιαζαν να τον απασχολούν οι ειδήσεις, πλην της τελευταίας. Άλλωστε δεν είναι λίγες οι φορές που είχε χαρακτηρίσει τους πολιτικούς “μάστιγα” και τους απεχθανόταν βαθιά. Λάτρευε να τους μισεί. Και όποτε του δινόταν οι ευκαιρία τους χρησιμοποιούσε στις ιστορίες του. Τα κλασσικά. Διεφθαρμένοι, κομπλεξικοί, χοντροί τύποι, βουτηγμένοι μέχρι το λαιμό σε κάθε λογής ρεμούλα. Μαζί φυσικά με τους “αλήτες ρουφιάνους δημοσιογράφους”. Οι κακοί της υπόθεσης. Τα οικονομικά του, τα είχε λύσει προ πολλού. Η επιτυχία του πρώτου του βιβλίου, αν και αναπάντεχη για αυτόν, του απέφερε αρκετά χρήματα, με αποτέλεσμα στα 36 του να ζει σε μια μεζονέτα στο κέντρο της πόλης. Και μαζί με την πώληση των δικαιωμάτων στην τηλεόραση, ήρθε και η ευκαιρία για την συγγραφή ενός δεύτερου βιβλίου. Καθώς δεν είχε λόγο να ανησυχεί για τα οικονομικά του, είχε όλο το χρόνο να γράψει απερίσπαστος. Για τα χιόνια ούτε που νοιαζόταν. Αν κοιτούσε έξω από το παράθυρο εκείνη τη στιγμή θα έβλεπε, παρά το προχωρημένο της νύχτας, χοντρές νιφάδες χιονιού να πέφτουν πυκνές έξω από το παράθυρο. Το μυαλό του είχε συγκεντρωθεί στην τελευταία είδηση της ιστοσελίδας.: «Νέο βιβλίο από τον συγγραφέα Μ.Κ.» Κλίκαρε πάνω στον τίτλο και διάβασε το κυρίως κείμενο:

Είμαι τρομερά αμήχανος. Δεν ξέρω τι ακριβώς να γράψω. Από τη μία έχουμε έναν συγγραφέα, τον Μ.Κ., έναν άνθρωπο χαμηλών τόνων που ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκε την δημοσιότητα που του χάρισε η επιτυχία του πρώτου του βιβλίου και σε κάθε βαρύγδουπη κριτική απαντούσε με ένα ντροπαλό και αγχωμένο ευχαριστώ, κοκκινίζοντας, ενώ στην ουσία μιλάμε για έναν άνθρωπο που όσοι τον ξέρουν, μιλούν για έναν τύπο «τελείως χύμα» και «έξω καρδιά» με ταλέντο και όρεξη για γράψιμο. Από την άλλη, έχουμε το καινούριο του βιβλίο, με τίτλο «Εγώ και εσύ μαζί». Και εδώ έρχεται το μεγάλο μπέρδεμα. Ενώ τον έχουμε συνηθίσει σε ένα συγκεκριμένο είδος και τρόπο γραφής, τώρα έρχεται να τα ανατρέψει όλα και να γράψει κάτι τελείως διαφορετικό, μακριά από αυτό που θα ονομάζαμε «εμπορικά πετυχημένο» Ήδη στις δύο εβδομάδες που κυκλοφορεί το βιβλίο, η αντίδραση του αναγνωστικού κοινού είναι μουδιασμένη. Πολλοί κριτικοί έφτασαν να μιλήσουν μέχρι και για Βατερλό του νεαρού συγγραφέα. Κανένας δεν μπορεί να καταλάβει γιατί έγραψε κάτι τέτοιο. Με αυτό το ερώτημα να κυριαρχεί, θα προσέλθει αύριο το αναγνωστικό κοινό και οι δημοσιογράφοι στην παρουσίαση του βιβλίου που θα πραγματοποιηθεί σε κεντρικό βιβλιοπωλείο της πόλης, με την ελπίδα ο δημιουργός να λύσει όλες μας τις απορίες. Υπομονή μέχρι αύριο λοιπόν.

Ο Μ.Κ. έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Σε άλλη περίπτωση, αν διάβαζε κάτι τέτοιο, θα είχε σηκωθεί, θα είχε βάλει φωτιά στο τζάκι του σπιτιού του με προσάναμμα όλα τα γραπτά του και θα είχε πάρει τα βουνά. Όμως όχι τώρα. Δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο στον εαυτό του. Τουλάχιστον όχι μέχρι αύριο. -Ήμουν σίγουρη. Σήκωσε το κεφάλι του ξαφνιασμένος. Μπροστά του στεκόταν η γυναίκα του. Χαμογέλασε πάρα το προχωρημένο της ώρας και την έκδηλη προσπάθεια να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά. -Δεν κοιμάσαι;, τη ρώτησε.

-Κοιμόμουν, αλλά ξύπνησα και δεν σε βρήκα πλάι μου και είπα να κατέβω να δω τι κάνεις. Ήμουν σίγουρη πως θα σε βρω εδώ. -Ούτε τις σκάλες δεν άκουσα να κατεβαίνεις. -Φαντάσου πόσο απορροφημένος ήσουν. Τον πλησίασε όσο γρήγορα της επέτρεπε η προχωρημένη εγκυμοσύνη της και έκανε να κάτσει στα πόδια του, όπως της άρεσε να κάνει τόσα χρόνια. Εκείνος γούρλωσε τα μάτια του τρομαγμένος. -Ώπα ρε κορίτσι μου, τι κάνεις; Θες να θρηνήσουμε θύματα; Εκείνη γέλασε δυνατά. -Οικογενειακά βάρη λέγονται κύριε. Κοίτα να τα συνηθίζεις σιγά-σιγά. Πήγε από πίσω του και τον αγκάλιασε και τον φίλησε. –Πώς είσαι; – Καλά, όλα μια χαρά. – Πώς είσαι;, επέμεινε εκείνη. –Χάλια. Έχω γράψει ένα βιβλίο που μάλλον θα πάει άκλαυτο. Αλλά για να σου πω την αλήθεια, αυτό δεν με νοιάζει και ιδιαίτερα. Νέος είμαι, ιδέες έχω, θα γράψω κι άλλα. Και στο κάτω-κάτω της γραφής το ζησα, δε το ζησα; Έγραψα κάτι, πήγε καλά, άρεσε στον κόσμο, μας έφερε λεφτά, ζούμε αξιοπρεπώς, οπότε δε με πολυενδιαφέρει τι θα πούνε τώρα. Πρώτα οι άνθρωποι δεν έχουν σημασία; Το ξέρεις και το ξέρω πως αυτή τη φορά έγραψα για συγκεκριμένο λόγο. Γιατί μου λείπει… – Τώρα μιλάμε. Εσύ πάντα μου έλεγες ότι γράφεις μόνο όταν έχεις να πεις κάτι. Όπως τώρα. Ναι μπορεί να μην απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, όμως και οι δύο ξέρουμε γιατί το έγραψες. Και θέλει θάρρος και θράσος για να γράψεις κάτι τέτοιο. Καταλαβαίνω πόσο σου λείπει και ότι θες να μοιραστείς όλα αυτά που συμβαίνουν στη ζωή σου. Να καλύψεις το κενό όλων αυτών των χρόνων. Και είμαι περήφανη που αποφάσισες να κάνεις κάτι για αυτό. Αν και μεταξύ μας, νομίζω ότι ένα τηλεφώνημα θα ήταν προτιμότερο. Αλλά είσαι υπερβολικός μερικές φορές νομίζω. – Λες να έρθει αύριο; – Αν έχει διαβάσει το βιβλίο, πρέπει να έρθει. Έμειναν για λίγο αγκαλιασμένοι και ύστερα ανέβηκαν να κοιμηθούν.

Το βιβλιοπωλείο στο κέντρο της πόλης –αν και παραμονή Χριστουγέννων- ήταν κατάμεστο. H περιέργεια ήταν ισχυρό κίνητρο. Πολύς κόσμος ήθελε να θέσει την ερώτηση του στον συγγραφέα και να πάρει ένα υπογεγραμμένο αντίτυπο. Εκείνος τριγυρνούσε αμήχανα ανάμεσα στον κόσμο, με την γυναίκα του στο πλευρό του. Τις σιχαινόταν τις παρουσιάσεις και τις περιοδείες. Ένιωθε άβολα με τον πολύ κόσμο και μάλλον ήταν αγοραφοβικός. Το μαρτύριό του δεν κράτησε πολύ. Σύντομα βρέθηκε καθισμένος σε ένα τραπέζι δίπλα στον εκδότη του και πίσω από αρκετά αντίτυπα του βιβλίου του. Τότε εκείνος πήρε το λόγο. – Καλησπέρα σας. Καλώς ήλθατε. Είμαστε εδώ σήμερα για να μιλήσουμε για το νέο βιβλίο του Μ.Κ., με τίτλο «Εγώ και εσύ μαζί». Αφού κάνει μια σύντομη εισαγωγή, θα απαντήσει σε ό,τι ερωτήσεις έχετε. Το μόνο που θέλω να πω εγώ είναι, πως ξέρω τον Μ. περίπου 20 χρόνια. Από όταν ήμασταν παιδιά. Και νομίζω πως αυτό το βιβλίο είναι ό,τι πιο αληθινό έγραψε ποτέ. Ο Μ.Κ. πήρε μια ανάσα και άρχισε να μιλάει. – Καλησπέρα και από μένα. Κατ’ αρχάς θα αφήσω ασχολίαστο το ότι ο καλός μου φίλος μόλις με είπε ψεύτη και θα σας ζητήσω συγγνώμη για την αμηχανία και το τρακ. Δεν έχω συνηθίσει ακόμα τις δημόσιες εμφανίσεις… Μέσα στον κόσμο διέκρινε την γυναίκα του. Του χαμογέλασε. Πήρε θάρρος …ε, λογικά θα ηρεμήσω στην πορεία. Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας το έχω ονομάσει «εγώ και εσύ μαζί» και είναι η ιστορία της φιλίας ενός αγοριού και ενός κοριτσιού και πώς αυτή η φιλία επηρέασε τη ζωή και των δύο. Το αγόρι το έκανε καλύτερο άνθρωπο σίγουρα. Το έγραψα γιατί ήθελα να δείξω πόσο σημαντική είναι η φιλία για μένα.

***

Τη συνάντησε πρώτη φορά δέκα χρόνια πριν, όταν ήταν φοιτητές. Στην αρχή ήταν μαγκωμένος. Όμως ακόμη και όταν ήταν επιφυλακτικός , μπορούσε να διακρίνει ότι απέναντί του είχε ένα ολόγλυκο πλάσμα γεμάτο ζωή και αυθορμητισμό. Αν κάποιος, βέβαια, του έλεγε ότι αυτή η κοπέλα θα γινόταν ο πιο σημαντικός άνθρωπος στη ζωή του, θα τον περνούσε για τρελό.

***

-Τώρα ο Μ. θα δεχτεί ερωτήσεις. Τα λόγια του φίλου του έβγαλαν τον συγγραφέα από τις σκέψεις του. Κοίταξε τον κόσμο. Δειλά-δειλά σηκώθηκε ένα χέρι. Ο Μ. περίμενε. – Στους καιρούς που ζούμε, άλλοι γράφουν επιστημονική φαντασία, άλλοι αστυνομικά θρίλερ και άλλοι για αδιέξοδους έρωτες. Εσείς γράψατε για τη φιλία. Γιατί;

***


– Τι είπες; Άλλαξε αφτί στο ακουστικό. – Λέω, πέρασε ο καιρός, γεράσαμε. Πριν 4 χρόνια γνωριστήκαμε. Τέτοιες μέρες ήτανε- – -που πήγα και στραβώθηκα και έπεσα πάνω σου. Το θυμάμαι, δε το θυμάμαι; – Για την ακρίβεια, την έπεσες στη διπλανή μου στο αμφιθέατρο. Να τα λέμε αυτά… – Ναι αλλά και εσύ γνώρισες τον κολλητό σου. Δε σε χάλασε. Να τα λέμε αυτά. – Καλά, καλά… – Άσε που δεν της την έπεσα. Είχα απορίες σχετικά με τη σύνταξη της δοτικής, που τελικά μου τις έλυσες εσύ. – Με κατέστρεψε αυτή η δοτική

***

Ο συγγραφέας άνοιξε το μικρόφωνο για να απαντήσει. – Το είπατε και μόνη σας. Υπάρχουν τόσα είδη και τόσοι αξιόλογοι συνάδελφοι στο καθένα από αυτά. Θεωρώ τη φιλία πολύ σημαντική για τον άνθρωπο, ο οποίος γεννήθηκε για να είναι ον κοινωνικό. Όπως δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς ανθρώπους γύρω μου, έτσι δεν μπορώ να φανταστώ τους ήρωές μου χωρίς φίλους.

Η απάντησή του φάνηκε να ικανοποιεί τον κόσμο και να βάζει τη συζήτηση σε κάποιο ρυθμό. – Μιλάμε για φιλία ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια γυναίκα. Τελικά υπάρχει;

***

 

-Κοπελιά, να σε ρωτήσω κάτι; – Μόλις με ρώτησες. – … – Έλα, πλάκα κάνουμε. Πολύ βαρύς μου είσαι σήμερα. Πρώτη φορά κοβόμαστε σε μάθημα; Ο Σεπτέμβρης να ‘ναι καλά. – Είμαστε φίλοι, έτσι; – Ναι αλλά δεν το λέω παραέξω. – Μας έχεις φανταστεί ως κάτι παραπάνω; Εκτός από φίλους εννοώ… – Ναι μου έχει περάσει από το μυαλό κάποια στιγμή. – Πολύ πολύπλοκο ε; – Ναι ρε παιδί μου. Έχουμε μια σχέση, που δεν θα την άλλαζα με τίποτα στον κόσμο.

***

 

Ο συγγραφέας χαμογέλασε. – Το αιώνιο ερώτημα ε; Αν υπάρχει φιλία. Μάλιστα. Θα σου απαντήσω. Άλλες φορές ναι και άλλες όχι. Όπως μας λένε οι ψυχολόγοι, υπάρχει μια έλξη που υποβόσκει ανάμεσα στη σχέση των δύο φύλλων. Ίσως να έχουν δίκιο. Ποτέ δεν το ανέλυσα είναι η αλήθεια. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα βρίσκεται στην ψυχή του καθενός. Ξέρω πως αυτό που έγραψα δεν είναι τόσο «λογοτεχνικό» και πολύς κόσμος θα ήθελε ένα τέλος διαφορετικό για αυτούς τους δύο. Πολλές φορές όμως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική.

Ένα ακόμα χέρι σηκώθηκε από το κοινό. – Σας είχαμε συνηθίσει σε ένα γράψιμο πολύ πιο κωμικό. Τώρα επανέρχεστε με κάτι τελείως διαφορετικό. Παρ’ όλα αυτά ξεχώρισα κάποιες κωμικές σκηνές στο βιβλίο σας και ήθελα να σας ρωτήσω ποια είναι η αγαπημένη σας.

***

– Ρε αγόρι μου γλυκό, μπορείς να μου πεις, πώς κάθε φορά που τρως, γίνεσαι έτσι χάλια; Σιγά, περίμενε, κάτσε να σε σκουπίσω έχεις γεμίσει τζατζίκια. Σε λίγο θα κάνεις και μένα χάλια και το αυτοκίνητο.

Ήταν σε ένα ξέφωτο, καθισμένοι στο καπό του αυτοκινήτου της κοπέλας. Έτρωγαν σουβλάκια και έπιναν μπίρες.

– Α έχεις και πρόβλημα. Δεν φτάνει που με βγάζεις έξω για κέρασμα δυο μήνες μετά τα γενέθλιά σου και με πας για σουβλάκια στις ερημιές, μου τη λες κιόλας. – Κρίση το λένε, κύριος Δεν έχω μάνα μου, δε βγαίνω, πώς το λένε. Και εσύ δεν πας πίσω όμως. Μα καναρινί ομπρέλα- – Γιατί τι έχει; – -με ροζ βούλες; – Πουά. Δεν σ’αρέσει; – Καλή είναι. Απλά μου ήρθε ξαφνικό. Έλα μην παίρνεις τέτοιο ύφος τώρα, καλή είναι σου λέω. Μπουκώσου τώρα, γίνε χάλια…

Άρχισε να βρέχει. Η κοπέλα ξέσπασε σε δυνατά γέλια. – Πήγαινε να φέρεις την υπέροχη ομπρέλα σου τώρα. Τον φίλησε στο μάγουλο. – Γρουσούζη…

***

Ο συγγραφέας γέλασε. – Νομίζω πως η σκηνή με την ομπρέλα είναι χαρακτηριστική. Μου έμεινε περισσότερο απ’ όλες.

Οι ερωτήσεις συνέχιζαν στον ίδιο ρυθμό. Στις μικρές διακοπές που υπήρχαν ανάμεσά τους, διέτρεχε με του βλέμμα του την αίθουσα. Πού είσαι ρε γαμώτο… – Οι χαρακτήρες σε όλα τα βιβλία σας ακούνε πολύ μουσική. Για εσάς πόσο σημαντική είναι; – Πολύ. Δομικό συστατικό. Δεν ξέρω αν γράφω καλά. Ο χρόνος και εσείς θα το αποφασίσετε. Ξέρω όμως πως όσο ακούω μουσική, τόσο περισσότερο θα έχω ανάγκη να γράψω. Μου δημιουργεί εικόνες. Το «Εγώ και εσύ Μαζί» για παράδειγμα, οφείλεται σε δύο τραγούδια. Το Κύριο μέρος στο Hometown Glory της Adele και το τέλος στο Clair De Lune του Claude Debussy. Πάντα γράφω με μουσική. Ένα χέρι σηκώθηκε. – Παρακαλώ… – Ας σοβαρευτούμε λίγο έτσι. Έχω ένα βιβλίο στα χέρια μου, που περιγράφει την ιστορία μιας φιλίας ενός αγοριού και ενός κοριτσιού. Και ενώ αυτή η σχέση είναι τόσο δυνατή που φτάνει στο σημείο να γίνει ζηλευτή από τον αναγνώστη, αυτό το ιδιαίτερο ζευγάρι τσακώνεται και οι δρόμοι τους χωρίζουν. Για σχεδόν μια δεκαετία. Το αγόρι γίνεται συγγραφέας, οικογενειάρχης, αλλά το κενό από την απουσία της φίλης του είναι τόσο μεγάλο που παίρνει το ρίσκο να κάνει την ιστορία βιβλίο, ώστε εκείνη να το βρει, να το διαβάσει και να έρθει να τον βρει στην παρουσίαση του βιβλίου. Τα λέω καλά; – Αν και μόλις σχεδόν, προδώσατε το τέλος, ναι, ούτε εγώ θα το έθετα καλύτερα. – Η ερώτησή μου είναι η εξής. Γιατί τσακώθηκαν; Τι έγινε; Φτάσαμε και στα δύσκολα. Πώς να απαντήσει τώρα όταν και ο ίδιος δεν ήξερε τι είχε γίνει. – Ξέρετε, πολλές φορές, ένα αποτέλεσμα είναι πολύ πιο οδυνηρό από οποιαδήποτε αιτία και αφορμή. Τόσο οδυνηρό, που δεν έχουν καμία σημασία τα «πως» και τα γιατί» και έτσι μένεις με ό,τι σου δίνουν οι πράξεις και οι επιλογές σου. – Τώρα που είπατε «τέλος», θέλω να σας ρωτήσω για το φινάλε του βιβλίου. Η ιστορία τελειώνει με τον συγγραφέα να υπογράφει αντίτυπα του βιβλίου και να απαντάει σε ερωτήσεις του κόσμου περιμένοντας την κοπέλα να έρθει, αν έρθει. Γιατί το τελειώνετε έτσι; Και τελικά τι έγινε; Αναστέναξε. Δεν είχε τίποτα να πει. Πώς να απαντήσει όταν ούτε ο ίδιος είχε ζήσει το τέλος της ιστορίας ακόμα. – Καταλαβαίνω πως αυτό που έγραψα δεν είναι τόσο λογοτεχνικό και ότι στα βιβλία πρέπει να βάζεις ένα τέλος για να επέρχεται η κάθαρση. Το τέλος πρέπει να λυτρώνει τους ήρωες και τον αναγνώστη, είτε είναι καλό, είτε είναι κακό. Αλλά για μια στιγμή ας σκεφτούμε και το άλλο. Στην πραγματική ζωή, την πεζή πραγματικότητα, φτάνουμε πάντα σε μια τέτοια λύτρωση; Άλλοι ναι και άλλοι όχι. Και τι μένει; Τελικά αυτό που μένει είναι η ελπίδα. Για το τέλος της ιστορίας δεν έχω να σας πω τίποτα που να σας διαφωτίσει. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σας απευθύνω μια πρόσκληση. Διαβάστε προσεκτικά το βιβλίο και ο καθένας μέσα στο μυαλό του ας «γράψει» το δικό του τέλος για τούτη την ιστορία. Για μερικούς από εσάς ο ήρωας θα βρει τη φίλη του ανάμεσα στον κόσμο που έχει απέναντί του. Για άλλους οι δύο φίλοι δεν θα ξαναβρεθούν ποτέ και ο ήρωας θα συνεχίσει τη ζωή του έχοντας όμορφες αναμνήσεις. Όποιο φινάλε και να επιλέξετε θα είναι γεμάτο ελπίδα, κάτι που σε τέτοιους καιρούς έχουμε όλοι ανάγκη.

Οι ερωτήσεις είχαν τελειώσει εδώ και ώρα. Η γυναίκα του τον έψαχνε. Τον βρήκε σε ένα τραπέζι να υπογράφει αντίτυπα και να εύχεται καλά Χριστούγεννα. – Ώστε εδώ μου είσαι… Να σου πω, λέω να πάω να ξαπλώσω. Είμαι πολύ κουρασμένη. Δεν σε πειράζει έτσι; – Όχι κορίτσι μου. Το τηλέφωνο να έχεις κοντά, σε περίπτωση που η μικρούλα αποφασίσει να ξεπεταχτεί από ‘κει μέσα. – Λυπάμαι πολύ που δεν ήρθε. Ίσως να μην μπόρεσε. ‘Η ίσως να μην το διάβασε ακόμα. Πάντως θέλω να ξέρεις ότι είμαι περήφανη για σένα. – To ξέρω κορίτσι μου. Αλώστε «ελπίδα» δεν είπαμε; Τη συνόδευσε μέχρι έξω και ο εκδότης του ανέλαβε να τη γυρίσει σπίτι. Έπειτα γύρισε στο τραπέζι και συνέχισε να υπογράφει βιβλία. Το καλό ήταν πως δεν είχε μείνει πολύς κόσμος και έτσι η βραδιά έφτανε στο τέλος της. – …σας ευχαριστώ πολύ… – …πού το αφιερώνω;… – …καλά Χριστούγεννα… Πήρε ένα βιβλίο και το άνοιξε να το υπογράψει. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι, από τον ήχο των βημάτων κατάλαβε πως μπροστά του στεκόταν γυναίκα. – Πολύ ωραίο το βιβλίο σας, όπως και το προηγούμενο- – Σας ευχαριστώ πολύ, απάντησε περιμένοντας να του πει όνομα. – -αν και έχω ένα θεματάκι με τον χαρακτήρα της κοπέλας. Πιστεύω πως θα έπρεπε να ήταν πιο χαρούμενος. – Λέτε ε; Θα μου πείτε το όνομά σας; Την ώρα που η γυναίκα του έλεγε το όνομα της, ταυτόχρονα ο συγγραφέας σήκωνε το κεφάλι του για να την αντικρύσει. Πρώτα είδε μια καναρινί ομπρέλα με ροζ βούλες και μετά ένα υπέροχο πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που είχε να δει δέκα χρόνια. – Αν και δε νομίζω πως χρειάζεσαι όνομα. Το βιβλίο είναι για μένα. – Ομόρφυνες μικρή… – Σε ευχαριστώ, μου το λένε πολλοί. – …αλλά από μυαλό τα ίδια. Πετάχτηκε επάνω και την αγκάλιασε. Μια αγκαλιά δέκα χρόνων. Βουβή. Και όλα μπήκαν στη θέση τους. Και ο συγγραφέας ένιωσε ξανά πλήρης. – Δώσε μου ένα λεπτό. Πρέπει να μιλήσω με τον υπεύθυνο. Μη μου φύγεις πάλι. – Δεν θα πάω πουθενά. Χτυπάει το κινητό σου… – Σήκωσε το και έρχομαι.

Ο Μ.Κ. μιλούσε με τον υπεύθυνο, όταν η φίλη του όρμηξε στο γραφείο κρατώντας το παλτό του. – Τελειώσατε; – Ναι τι… – Συγγνώμη, θα σας τον πάρω. Καλά Χριστούγεννα! Τον έπιασε από το μπράτσο και άρχισαν να τρέχουν. Τη σταμάτησε στην είσοδο του βιβλιοπωλείου. – Ώπα σταμάτα. Τι έγινε και τρέχουμε έτσι; – Τι έγινε; Γεννάμε βρε! Γεννάμε σου λέω! – Εμείς οι δύο; – Είσαι βλαμμένο παιδάκι μου; Δεν έχεις αλλάξει καθόλου έτσι; – Η γυναίκα μου.. Θα γίνω πατέρας. Η φίλη του έκλαιγε. Από χαρά. – Θα γίνω μπαμπάς… – Θα γίνεις. – Και εσύ νονά. – θα γίνω; – Ναι μωρέ. Αγκαλιασμένοι πέρασαν την πόρτα και βρέθηκαν στη χιονισμένη και Χριστουγεννιάτικη Αθήνα. Και ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα.

https://www.youtube.com/watch?v=BW9Fzwuf43c

https://www.youtube.com/watch?v=CvFH_6DNRCY