Είναι δύσκολο να βουλιάζεις μέσα στο ίδιο σου το κορμί, να πιάνει πάτο η ψυχή σου και να ακουμπά στα δάχτυλα του ποδιού σου.
Είναι ψυχοφθόρο να γελάς, να ανασαίνεις και ξαφνικά να σου έρχεται η ανακοπή και να κοιτάς τον ουρανό ανάσκελα έτοιμο να σε σκεπάσει.
Εγώ η γυναίκα δεν περιμένω από κανέναν επιβεβαίωση, ούτε καν ένα χάδι.
Γεννήθηκα για να αφήνω πίσω μου στοιχεία καταστροφής.
Στην εποχή του γρήγορου και του εικονικού πληρώνω κάθε ηδονή ακριβά και εξατμίζομαι σε κάθε τέλος της.
Μέσα στα μάτια μου πόλεμος. Μάχες με μόνο ηττημένους.
Τα δάκρυα μου μαύρα από τις μαχαιριές, σκοτωμένο αίμα.
Εγώ η γυναίκα τολμώ να τσαλακώνομαι και να με εγκαταλείπω σε κάθε δύσκολη στιγμή.
Έτσι απλά… γιατί δεν φοβάμαι τίποτα.
Αγωνίζομαι πεθαμένη, κρεμασμένη από ένα δέντρο που τα κλαδιά του επιμένουν να μην σπάνε.
Τα πόδια μου στον αέρα κουνιούνται σπασμωδικά και βλέπεις τον πόνο να τρέχει κάτω, να τα αφήνει γυμνά και μόνα.
Καμία κίνηση στο στέρνο μου πια…
Η παγωνιά διαπερνάει το κορμί μου, η ανάσα μου αρχίζει να σέρνεται σαν άγριο ερπετό.
Η μόνη μου περιουσία, αυτό το δέντρο και το σκοινί, είναι τα μόνα που με ακουμπούν, έστω και έτσι αδιάφορα.
Κλείνω τα μάτια μου, να στάξει κάτω ο παράδεισος που μου υποσχέθηκες, δεν τον χρειάζομαι πια.
Αφήνομαι και ξεγλιστρώ από παντού…