Έχω κάποιες γεύσεις που τις κουβαλάω από παιδί. Που μπορώ εύκολα να τις ανασύρω από το παρελθόν, να τις ξαναφέρω στον ουρανίσκο μου κι ας έχουν περάσει χρόνια πολλά. Έχω κάποιες γεύσεις που φέρουν ανθρώπους, τόπους, χρόνους κι ίσως ένα χαμόγελο.

 

Η κυρία Μαρία είναι μια τέτοια γεύση και μια χορτόπιτα θεϊκή.

Στην εποχή της καλλονή. Έτσι έλεγαν όλοι. Ψηλή, ξανθιά, γαλανομάτα, τσουπωτή.

Είχε ήδη μεγάλα παιδιά όταν γεννήθηκα εγώ και μεγάλη αδυναμία μου είχε. «Να, εδώ στη χούφτα μου σε είχα και σε ταχτάριζα, μωρό… τόσο δα!» μου έλεγε κάθε τόσο και σήκωνε το χέρι της ψηλά. Στα οκτώ μου και στα δέκα μου, το ταχτάρισμα δεν το θυμόμουν, μα αν περνούσε μέρα που να μην μου πει την ατάκα της, ήξερα στα κέφια της δεν ήταν.

Εγώ μέσα στην κουζίνα της τη γνώρισα. Εκεί την έμαθα, εκεί τη χάζεψα, εκεί την αγάπησα. Εκεί πρωτογεύτηκα τη χορτόπιτά της, που όμοιά της δεν είχε γνωρίσει η πόλη και τα περίχωρα, για να μην βγω και παραέξω και σας σκανδαλίσω.

Της άρεσε να μαγειρεύει. Ήταν ο τρόπος της να φροντίσει, να ικανοποιήσει, να ευχαριστήσει, τον άντρα της, τα παιδιά της, τους φίλους της. Μοναδικό της παράπονο ο χώρος. Τόσο σπίτι, μια σπιθαμή ακόμα χάθηκε να χαλαλίσουνε στην κουζίνα του; Την έβλεπα στριμωγμένη, έτσι εύσωμη όπως ήταν, ανάμεσα στο νεροχύτη, έναν πάγκο μισό κι ανέσωστο και την τεράστια ροτόντα που κάλυπτε όλο το χώρο, που έπρεπε να κάνει ακροβατικά για να φτάσει στο ψυγείο κι έσκαγα.

Σ’ αυτή τη ροτόντα γίνονταν όλα. Τα μαγειρέματα, ο καφές με τις φίλες, το φαγητό της οικογένειας, ενίοτε και τα διαβάσματα της μικρότερης κόρης… Εκεί στριμωχνόμασταν και λέγανε, λέγανε, ούτε που θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο που κάθε τόσο πήγαινα μουλωχτά στο σαλόνι να κλέψω από τα σοκολατάκια τα χειροποίητα με τη μαύρη σοκολάτα και το καραμελωμένο αμύγδαλο. Είμαι σίγουρη πως συνολικά είχα περάσει περισσότερο χρόνο στο σαλόνι εκείνο από την οικοδέσποινα.

Σ’ αυτή τη ροτόντα ανοιγόταν και το φύλλο για τη χορτόπιτα. Με ταχύτητα απίστευτη. Λεπτό σα ριζόχαρτο. Διάβαζες εφημερίδα από κάτω. Ελεγμένο, γιατί εφημερίδες έβαζε για να τα ξεχωρίζει μεταξύ τους κι εγώ έσπευδα να ελέγξω, να διαβάσω, να διαπιστώσω τη σωστή δουλειά. Και να τα βουνά με τα χόρτα, κάθε λογής, με ονόματα αστεία, μερικά μου φάνταζαν και πρόστυχα, ποιος ξέρει γιατί. Κι ύστερα η φέτα από τον τενεκέ, γιατί ολόκληρο τενεκέ είχε στο ψυγείο, εκεί που οι υπόλοιποι κοινοί θνητοί είχαμε ένα πλαστικό δοχείο. Χοντρά κομμάτια, έτσι την ήθελε την πίτα ο κύριος Γιώργος, ο άντρας της. Με χοντρά κομμάτια φέτα, όχι πολλά λάδια και ψηλή. «Όχι φτενή, κοντοπίθαρη…», έλεγε. «Ψηλή!».

Ο κύριος Γιώργος, που το ενάμισι μέτρο το έφτανε μετά βίας, μάγκας ήταν στην αγορά, μάγκας και στη ζωή του, ευγενικός και γαλαντόμος κι η κυρία Μαρία από σεβασμό, έγερνε το κεφάλι της στο πλάι όταν περπατούσε δίπλα του, να κοροϊδέψει τη διαφορά του ύψους που τους χώριζε.

Κι ύστερα η πίτα έμπαινε στο φούρνο και σε λίγο μύριζε όχι στη γειτονιά, στο τετράγωνο ολόκληρο. Καμιά φορά, αυτή η μυρωδιά μου ερχόταν στο νου, μόλις έβλεπα τη φίλη της μαμάς μου κι ας μην κουβαλούσε χορτόπιτα.

Εκείνη τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος όμως κουβαλούσε χορτόπιτα η κυρία Μαρία και ποιος ξέρει τι άλλο, όταν κατέφθασε μετά του συζύγου της και το πράσινο sabim, στο εξοχικό μας στο Μαρίνη. Ήταν η μέρα που θα έγραφαν ιστορία οι δυο τους.

Ο κύριος Γιώργος μπάνιο δεν ήξερε. Τον λυπόμουν λίγο γι αυτό. Εμφανίστηκε λοιπόν στην παραλία με τεράστια μαύρη σαμπρέλα, πιο μεγάλη από το μπόι του, μπήκε μέχρι τη μέση του, έβρεξε με τα χέρια του το κεφάλι του και το στήθος του, έδεσε το πόδι του στο ρεμέτζο μιας βάρκας μ’ ένα σκοινί και ξάπλωσε ανάσκελα στη σαμπρέλα, με τον «απ’ αυτό» του στην τρύπα να βρέχεται και τα κοντά ποδαράκια του στον αέρα.

Η κυρία Μαρία χώθηκε στην κουζίνα μας. Είκοσι λεπτά αργότερα, εμφανίστηκε στην παραλία με το μαγιό της, εκρού λαστιχένια παπουτσάκια για τη θάλασσα, λαστιχένιο σκουφί στο κεφάλι, να προστατέψει την κόμμωση και ένα δίσκο στα χέρια. Ο δίσκος περιελάμβανε ένα καραφάκι ούζο, ένα ποτηράκι με δύο –αυστηρώς- παγάκια, ένα πιάτο με δύο κομμάτια «ψηλή» χορτόπιτα, ένα μεγαλύτερο με ότι μεζέ μπορεί να φανταστεί άνθρωπος κι ένα πιρουνάκι.

Το ρεύμα όμως είχε παρασύρει τον κύριο Γιώργο προς τα βαθιά, τεντώνοντας το σκοινί στο πόδι του που εγγυόταν την ασφάλειά του. Επιπροσθέτως, ο κύριος Γιώργος είχε λαγοκοιμηθεί. Αδυνατούσε λοιπόν να ακούσει τη γυναίκα του που τον ειδοποιούσε πως το ουζάκι του ήταν έτοιμο. Αλλά τι πτοούσε την κυρία Μαρία για να την πτοήσει αυτό; Μια σου και δυο σου, μπήκε στη θάλασσα, με το μεγάλο δίσκο στα χέρια. Την παρακολουθούσαμε να προχωράει, να δυσκολεύει το βήμα της σιγά σιγά και ταυτόχρονα να φωνάζει τον άντρα της, όχι πολύ δυνατά, πρώτον για να μην σηκώσει τον κόσμο και δεύτερον για να μην τον τρομάξει και πέσει στην τρύπα της σαμπρέλας και πώς θα τον έσωζε μετά, που ίσα και μετά βίας κι η ίδια επέπλεε; Χώρια που θα πήγαιναν χαμένα τόσα φαγητά.

Το νερό έφτασε στους μηρούς, στη μέση, στο στομάχι. Η γυναίκα είχε πια σηκώσει το δίσκο στο ύψος του κεφαλιού της για να μην τον βρέξει και δωσ’ του τον φώναζε και δωσ’ του η θάλασσα έφερνε έξω τον ήχο της φωνής της. Εμείς την ακούγαμε, εκείνος όχι. Το νερό είχε σκεπάσει το πλούσιο μπούστο της όταν τον έφτασε, τον ξύπνησε τρυφερά και εναπόθεσε τα καλούδια της στην κοιλιά του. Ύστερα το ίδιο απλά έκανε μεταβολή για να επιστρέψει στην ακτή. Βγήκε περπατώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αγνοώντας τα γέλια και τα χειροκροτήματα του κόσμου για το κατόρθωμά της.

Έφυγα από τη Λαμία στα δεκαοχτώ μου. Την ξαναείδα δεκαπέντε χρόνια μετά, όταν εκείνος πια είχε φύγει. Ένα σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο, της είχε στερήσει την ομιλία. Μα όταν με είδε, έτσι ξαφνικά και απροειδοποίητα, δάκρυα γέμισαν αμέσως τα μάτια της και σήκωσε τη χούφτα της ψηλά, να μου δείξει πως έτσι με ταχτάριζε… κι η ψυχή μου γέμισε από τη γεύση της!

 

Το συμβάν με τα μπικουτί, έλαβε επίσης χώρα στο Μαρίνη. Τα μπικουτί τα φορούσε από το πρωί. Μόλις έφυγαν οι άντρες για το ψάρεμα, η Χαριτίνη έβαλε τη μαμά μου να της τυλίξει τα μαλλιά. Έτσι από νωρίς έπρεπε, γιατί τα μαλλιά της ήταν ψόφια, έτσι τα έλεγε, ήθελαν μία μέρα τύλιγμα, μήπως και σταθούν μια ώρα και το βράδυ που θα επέστρεφαν, ήθελε να τη βρει όμορφη. Είχαν επέτειο γάμου και σίγουρα εκείνος το είχε ξεχάσει, μα δεν την ένοιαζε. Το είχε ξεχάσει από τον πρώτο χρόνο, οκτώ χρόνια πριν. Τους πατατοκεφτέδες που λάτρευε και θα του ετοίμαζε, η μαμά μου της είχε υποσχεθεί πως θα τηγάνιζε τελευταία στιγμή. Πώς να στεκόταν εκείνη πάνω απ’ το τηγάνι; Θα βρωμούσε τηγανίλα το μαλλί το τυλιγμένο!

Οι τρεις άντρες είχαν φύγει από νωρίς. Ο μπαμπάς μου, ένας ακόμα, φίλος και σύντροφος στο ψάρεμα και ο άντρας της, για πρώτη φορά μαζί τους. Σύντροφοι στο ψάρεμα, τρόπος του λέγειν, γιατί τίποτα δεν έφερναν, είτε έφευγαν για τσαπαρί, είτε έριχναν παραγάδι, όταν γείτονες πήγαιναν πάνω κάτω στα ίδια μέρη και γυρνούσαν με τους κουβάδες τους γεμάτους. Επέμεναν όμως. Μέχρι γαριδάκι πήγαιναν και μάζευαν μόνοι τους, κάπου απέναντι, για δόλωμα καλύτερο.

Την Χαριτίνη τη θαύμαζα θυμάμαι. Πρώτον, γιατί ήταν η μοναδική από τις φίλες της μαμάς μου που οδηγούσε. Ήταν δυναμική και ανεξάρτητη δημοσιογράφος, γεγονός αφόρητα εντυπωσιακό. Δεύτερον, γιατί επέμενε να της μιλάω στον ενικό. Τρίτον, γιατί ήταν μικροκαμωμένη και μου έκαναν τα τακούνια της και τέταρτον, γιατί έφτιαχνε τους ωραιότερους πατατοκεφτέδες που είχα φάει ποτέ μου. Και μόνο. Γιατί τίποτα άλλο δεν κατάφερνε στην κουζίνα. Μα οι πατατοκεφτέδες αρκούσαν.

Κατά τις πέντε είχαν πει θα ήταν πίσω. Κατά τις πέντε, οι πατατοκεφτέδες ήταν έτοιμοι και στράγγιζαν το λάδι τους στο χαρτί στη μεγάλη πιατέλα. Η Χαριτίνη, με ένα υπέροχο καφτάνι, έτοιμη, μακιγιαρισμένη και όμορφη, περιφερόταν με τα μπικουτί στο κεφάλι, αγναντεύοντας από τη βεράντα μας το απέραντο γαλάζιο. Μόλις τους έβλεπε από μακριά, τότε θα τα έβγαζε.

Μα εκείνοι άφαντοι. Κατά τις επτά, αποφάσισαν να πάνε στο λιμεναρχείο. Η Χαριτίνη δηλαδή. Μάταια η μαμά μου προσπαθούσε να την καθησυχάσει. Η θάλασσα λάδι και η καθυστέρηση μικρή. Η Χαριτίνη, πρωτόβγαλτη σύζυγος ψαρά, λέμε τώρα, πήρε το αυτοκίνητο και ξεκίνησε σπινάροντας. Εμφανίστηκε στο λιμεναρχείο με τα μπικουτί και το στόμα στεγνό από την αγωνία.

Στις οχτώ και μισή, απολύτως απογοητευμένη από τις απαντήσεις και τη στάση των λιμενικών, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Θα έβγαινε να τους ψάξει, δήλωσε. Η βάρκα του Γρηγόρη είχε εσωλέμβια μηχανή και εύκολο τιμόνι. Την είχε πολλές φορές οδηγήσει. Έβγαλε το καφτάνι, έβγαλε τα μπιζού, αλλά δεν έβγαλε τα μπικουτί. Η μαμά μου απολύτως ήρεμη, μάλλον, συμφώνησε να πάει μαζί της, μη την αφήσει μόνη της να θαλασσοπνιγεί. Γιατί δεν της είπε ποτέ για τα μπικουτί, μη με ρωτάτε. Μάλλον το θεώρησε τιποτένιο, μπροστά στην αγωνία της φίλης της. Ίσως πάλι, το απολάμβανε, όσο κι εγώ!

Καθόμασταν με τον αδελφό μου θυμάμαι στο παγκάκι της παραλίας και τις βλέπαμε πως απομακρύνονταν με την «Λόλα» του Γρηγόρη, με τη Χαριτίνη στο τιμόνι και τα μπικουτί περήφανα στο κεφάλι της, αν και ένα νικήθηκε από τον αέρα και πέταξε προς άγνωστη κατεύθυνση.

«Πού πάνε καλέ;» με ρώτησε ο αδελφός μου.

«Βόλτα!» του απάντησα. «Περίμενε…»

Ανέβηκα στο σπίτι και επέστρεψα με ένα μεγάλο πιάτο γεμάτο πατατοκεφτέδες. Τους απολαμβάναμε, χαζεύοντας τη μία βάρκα που απομακρυνόταν και την άλλη που πλησίαζε.

«Έρχεται ο μπαμπάς…» μου είπε μπουκωμένος.

«Μμμμμ!» του απάντησα αδιάφορα, κλωθογυρίζοντας τον πατατοκεφτέ στο στόμα μου.

«Ωραίοι, ε;»

«Μμμμμ! Ωραίοι!»

Είχε πια βραδιάσει για τα καλά όταν έδεσαν όλοι και ανέβηκαν στο σπίτι. Η Χαριτίνη περήφανη περπατούσε στο πλάι του άντρα της, που κουβαλούσε την τεράστια τσιπούρα των πέντε κιλών, πρώτη και τελευταία αξιοπρεπή ψαριά της ζωής τους. Το στόμα της δεν ήταν πια στεγνό από την αγωνία. Τα μπικουτί όμως, πλην ενός, ήταν πάντα εκεί!     

 

συνεχίζεται…

Η Μαίρη Μανδάλη είναι Συγγραφέας και Πολιτικός Μηχανικός

Facebook:Μαίρη Μανδάλη

Facebook Page:Το φως των πλάνων αστεριών • Μαίρη Μανδάλη

http://www.vassosotiriou.gr/%CE%BC%CE%B1%CE%AF%CF%81%CE%B7-%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%B4%CE%B1%CE%BB%CE%B7/