Ο Δημήτρης Τσιάμης και η ομάδα Per-theater-formance πρόσφατα παρουσίασαν στο υπόγειο του Bios δύο παραστάσεις. Έναν μύθο που για χρόνια ακολουθεί δύο ιδιοφυίες, τους Μότσαρτ και Σαλιέρι. Δύο μεγαλειώδεις καλλιτέχνες, που ο Pushkin μέσα από το έργο του δείχνει τις εσώτερες σκέψεις τους, μιλώντας για πάθη, καταχρήσεις, επιπολαιότητα και φθόνο. Συναισθήματα θαυμασμού και ζήλειας που φτάνουν ως και στην δολοφονία. Ήταν μύθος ή πραγματικότητα; Όλα αυτά υπό την αίσθηση μια αέναης τελετουργίας.

Από την άλλη, ο Θεός Κυρίλοφ ξεφεύγει από τους Δαιμονισμένους του Dostoyevsky, αναζητώντας τον καινούργιο άνθρωπο που θα κερδίσει τον Φόβο και θα ελευθερωθεί, ακόμα και αν πρέπει να δώσει την ίδια του τη ζωή. Οι ιδέες του είναι πιο δυνατές από τον Θεό, ο οποίος δεν έχει καμία εξουσία πάνω του. Είναι ο ίδιος ο άνθρωπος αυτός που αναζητεί;

 

 

Έχω παρατηρήσει ότι έχεις μια ιδιαίτερη προτίμηση στη ρωσική λογοτεχνία και στο ρωσικό θέατρο. Τι σε εξιτάρει σε αυτά τα κείμενα;

Πρώτα από όλα, αυτή η σχέση μου με τη συγκεκριμένη λογοτεχνία και τα συγκεκριμένα κείμενα αναπτύχθηκε πολύ και λόγω του δασκάλου μου, που είναι Ρώσος, ο Jurij Alschitz . Η συγκεκριμένη δραματουργία και λογοτεχνία αποτέλεσε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι στην εκπαίδευση μας, μέσα από την οποία διάβασα διαφορετικά από ό,τι πριν, τους συγκεκριμένους συγγραφείς. Αυτό που προσωπικά με αφορά και με ενδιαφέρει στους συγκεκριμένους συγγραφείς είναι η φιλοσοφική διάσταση που έχουν τα κείμενα και οι χαρακτήρες τους. Δηλαδή μου αρέσει που αυτοί οι χαρακτήρες, αναζητούν διαρκώς το νόημα στη ζωής τους και με αυτό τον τρόπο μάς κάνουν και εμάς να το σκεφτούμε ξανά.

 

Με ποια έργα έχεις ασχοληθεί ως σκηνοθέτης και ως ηθοποιός από τη ρωσική λογοτεχνία;

Τελευταία, ανεβάσαμε δύο έργα , το “Μότσαρτ και Σαλιέρι” του Α. Πουσκιν, στο οποίο εμείς προσθέσαμε τον υπότιτλο “το Ρέκβιεμ” γιατί παρεμβαίνουμε κάπως στο πρωτότυπο κείμενο, χωρίς όμως να αποκλίνουμε από αυτό και γιατί το ίδιο το Ρέκβιεμ, το μουσικό έργο του Β.Α. Μότσαρτ, αποτέλεσε σημαντικό αντικείμενο ανάλυσης και πηγή έμπνευσης κατά τη δημιουργία αυτής της παράστασης.

Μετά είναι “ο Θεός Κυρίλοφ” , ένας χαρακτήρας που συναντάμε στους Δαιμονισμένους του Φ. Ντοστογιεφσκι. Προκειται για ένα κείμενο, με το οποίο έχω ασχοληθεί ξανά, ως ηθοποιός στην Ιταλία, έχοντας άλλο ρόλο. Θεωρώ συγκλονιστικό ολόκληρο το έργο και ιδιαίτερα αυτό τον χαρακτήρα , τον Κυρίλοφ. Το τρίτο ρωσικό έργο που έχω ασχοληθεί, με έναν παράδοξο κάπως τρόπο , είναι ο Γλάρος του A. Τσέχωφ, ο οποίος αποτέλεσε τη βάση για μια devised παράσταση που λεγόταν “Η γενιά των Κόστια”. Εκεί, ήθελα να κάνω μια παράσταση για αυτό που εγώ ένιωθα ως γενιά μου, και βρήκα έναν ιδανικό άξονα στην γραμμή του Κονσταντίν Τρέπλιεφ, ο τρόπος δηλαδή που αναπτύσσεται ο Τρέπλιεφ, από το πώς ξεκινάει μέχρι πού καταλήγει. Η ιστορία του συγκεκριμένου ήρωα έγινε, κατά κάποιο τρόπο, η ιστορία μιας ολόκληρης γενιάς. Της γενιάς των Κόστια. Αυτά είναι τα ρωσικά έργα ως τώρα με την Per-Theater-Formance, αλλά είμαι βέβαιος πως θα υπάρξουν και άλλα.

 

Είπες ότι το έργο “Η γενιά των Κόστια” ήταν devised theatre, πήρες αυτό το θέμα και δημιούργησες ένα έργο, το οποίο εξέφραζε εσένα ως δημιουργό αλλά και ως καλλιτέχνη. Γιατί προτιμάς αυτό το είδος θεάτρου, δεν υπάρχουν έργα που να εκφράζουν αυτό που θέλεις να πεις;

Δεν τα βρίσκω πάντα, δηλαδή ένας λόγος που με οδήγησε να κάνουμε τέτοια έργα ήταν και αυτός. Συχνά με απασχολούν θέματα όπου δεν συναντώ σε κάποιο ήδη υπάρχον θεατρικό κείμενο, έχοντας την προσέγγιση που με αφορά. Δεν μου είναι πάντα εύκολο να βρω τα έργα τα οποία εκφράζουν τις ανησυχίες μου ή τα θέματα τα οποία με απασχολούν τη συγκεκριμένη περίοδο. Φυσικά, ο λόγος δεν ήταν μόνο αυτός. Θεωρώ ότι το συγκεκριμένο είδος θεάτρου είναι… “αυτοεκπαιδευτικό”. Ο ηθοποιός και εγώ μπαίνουμε σε μια διαδικασία να φτιάξουμε τη δική μας δραματουργία, να γράψουμε τα δικά μας κείμενα, να αναζητήσουμε κείμενα πάνω σε θέμα που μας αφορά, να τα συνθέσουμε. Αυτή η παράλληλη εξέλιξη δραματουργίας και σκηνοθεσίας, σε κάποιες περιπτώσεις είναι ένα αρκετά δύσκολο κομμάτι, το οποίο όμως ενδυναμώνει τους ηθοποιούς, με την έννοια ότι τους αναγκάζει να αναπτύξουν περισσότερο τις δημιουργικές τους δυνάμεις, να γίνουν οι ίδιοι συγγραφείς του ρόλου τους.

 

Μια καινούργια δουλειά γεννιέται από την ανάγκη να εκφραστείς για ένα θέμα που σε απασχολεί ή από έμπνευση της στιγμής;

Αρχικά υπάρχει κάποια παρόρμηση, μια ιδέα, για μια παράσταση… μετά όμως παίρνει πολύ χρόνο μέσα μου να την επεξεργαστώ, για να δω πώς θα αναπτυχθεί. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πιο συγκεκριμένο για εμένα το να αναζητώ θέματα ή έργα, στα οποία θα έχω την δυνατότητα να εξερευνήσω κάτι το οποίο να αφορά την ίδια την τέχνη του θεάτρου. Για παράδειγμα, στο έργο Μότσαρτ και Σαλιέρι έχουμε τον μύθο δύο καλλιτεχνών. Αυτό για εμένα είναι σημαντικό, γιατί το θέμα με το οποίο ασχολούμαι είναι η ίδια η τέχνη, αφορά αυτό που κάνω ούτως ή άλλως. Αυτό το στοιχείο υπήρχε και στη “γενιά των Κόστια”, υπάρχει στο “Γλάρο”, όπου εκεί έχουμε συγγραφείς, ηθοποιούς και τα ίδια τα θέματα να αφορούν στην ίδια τη τέχνη του θεάτρου. Άλλη μία παράσταση που αναφερόταν αποκλειστικά στο σύγχρονο θέατρο ήταν η “Ωραίοι σαν Βερολινέζοι”… Με αφορά αυτό το κομμάτι, δηλαδή όταν υπάρχει η συνάντηση του θέματος με την ίδια την διαδικασία, είναι αμέσως μια κατάσταση μεγαλύτερης εμπλοκής, σε αυτό που κάνουμε… οπότε, αυτός ο άξονας, αυτό το κριτήριο επιλογής έργων, υπάρχει αρκετά τα τελευταία χρόνια.

 

Μιας και ήρθαν στην κουβέντα οι “Ωραίοι σαν Βερολινέζοι”, πραγματευόταν τα κλισέ σε μια θεατρική παράσταση… το κλισέ κάνει κακό;

Για την τέχνη αυτές οι έννοιες είναι ακόμα πιο σχετικές. Ο κάθε καλλιτέχνης κάνει τις δικές του επιλογές. Εμένα δεν με αφορούσε και δεν με αφορά να είμαι σύγχρονος, με τους όρους που επιβάλλει συχνά η ταυτότητα του σύγχρονου. Μια συγκεκριμένη αισθητική, ένας συγκεκριμένος τρόπος, δεν με αφορά να τον αναπαράγω επειδή έχει μια τρέχουσα αποδοχή. Παρακολουθώ και ακούω το τί συμβαίνει, αλλά νομίζω ότι η αντιγραφή ή η αναπαραγωγή ευρημάτων, δεν ανήκει ακριβώς σε αυτό που εγώ καταλαβαίνω ως δημιουργική διαδικασία. Αυτό το κομμάτι σχολιάστηκε τότε και είχε τον λόγο του, ήταν το θέμα εκείνης της παράστασης, σαν μια αφορμή να δούμε ξανά το ρόλο μας μέσα στο θέατρο, τί ακριβώς κάνουμε.

 

Σαν καλλιτέχνης, αλλά και ως μέλος της ομάδας Per-theater-Formance, εντάσσεις τον εαυτό σου σε κάποιο ρεύμα;

Συγγένειες υπάρχουν πολλές, ακόμα και από διαφορετικά είδη θεάτρου. Αυτό που με αφορά είναι να ανακαλύπτω κάθε φορά κάτι καινούργιο σε σχέση με την δική μου κατεύθυνση, με ενδιαφέρει ό,τι με τροφοδοτεί προσωπικά και καλλιτεχνικά με καινούργιες ιδέες και ενέργεια. Δεν έχει να κάνει με το αν θεωρείται σύγχρονο ή παλιό. Έχει να κάνει με την δική μας καλλιτεχνική ανάπτυξη. Νομίζω πως μόνο τότε, αν αυτό συμβεί, αν η δουλειά που κάνουμε μας ξεπερνάει με έναν τρόπο, δημιουργείται και όλο αυτό το πεδίο στη σκηνή, που μπορεί να αναπτύξει τον καθένα.

 

Άρα δεν τοποθετείς τον εαυτό σου σε κάποιο κουτάκι, δηλαδή «εγώ θα κάνω μόνο πειραματικό θέατρο, εγώ θα κάνω κλασικό…» κ.λπ.

Η τοποθέτησή μας και η πρακτική μας είναι ερευνητική. Δεν με αφορά το θέατρο μόνο ως παραγωγή ενός αποτελέσματος, αλλά ως μια διαδικασία ανάπτυξης και αναζήτησης νέων περιοχών και εργαλείων ή προσεγγίσεων για εμένα και τους ηθοποιούς. Ως τέτοιο το βλέπω. Βέβαια, αυτή η «πολυτέλεια» της έρευνας, αυτός ο χώρος για μια τέτοια προσέγγιση δεν διαμορφώνεται εύκολα, οι συνθήκες δεν ευνοούν . Αν δεν υπάρχει και από την πολιτεία το ενδιαφέρον προς αυτή την κατεύθυνση, μετά έγγειται αποκλειστικά και μόνο στις πρωτοβουλίες των ανθρώπων, των καλλιτεχνών.

 

Σε μια τόσο κορεσμένη εποχή αλλά και τόσο άδεια… Υπάρχει χώρος για νέες ιδέες, για νέα καλλιτεχνικά κινήματα όπως παλαιότερα;

Αλίμονο αν πιστέψουμε πως δεν υπάρχει χώρος για κάτι καινούργιο. Τότε δύσκολα ή μόνο κατά τύχη θα μας φανερωθεί. Υπάρχουν τόσα που δεν γνωρίζουμε. Έχει να κάνει με το πού εμείς τοποθετούμαστε. Τα περιθώρια είναι πολλά, νομίζω ότι είναι αντιδημιουργικό να σκεφτόμαστε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για κάτι καινούργιο. Αν συγκρίνουμε την τέχνη με τις επιστήμες και τις κατακτήσεις τους, μπορούμε να φανταστούμε αντίστοιχα τί περιθώρια υπάρχουν για την ίδια την τέχνη να αναπτυχθεί, τί δυνατότητες έχει…

 

Παλαιότερα είχες ασχοληθεί με το κείμενο “Στους Ντάντα θα άρεσε μια νύχτα σαν κι αυτή”. Τι σε έκανε να ασχοληθείς με τον ντανταϊσμό στην εποχή αυτή;

Ήταν πολλά κείμενα, η σύνθεση ήταν δική μας. Η παράσταση είχε ένα χαρακτήρα σπουδής στο συγκεκριμένο κίνημα. Είχαμε και πριν κάποιες αναφορές,   κάποιους καλλιτέχνες που θαυμάζαμε και τότε αποφασίσαμε να ασχοληθούμε περισσότερο με το έργο τους, με μια διάθεση να επιστρέψουμε στις ρίζες της performance. Αυτή η παράσταση είχε καθαρά ερευνητικό χαρακτήρα και αποτέλεσε σπουδαίο μάθημα για εμάς. Η διαδικασία των προβών ήταν πολύμηνη… Νομίζω ότι το συγκεκριμένο πνεύμα , κάποιες φορές, φανερώνεται και σε μετέπειτα δουλειές, ως διάθεση.

 

Αγαπημένο θέμα ορισμένων καλλιτεχνών είναι η οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα μας αλλά και το ίδιο το θέατρο που πλέον έχει γίνει είδος πολυτέλειας, για λίγους. Στις δύσκολες στιγμές όντως υπάρχει περισσότερη έμπνευση;

Δεν έχω καταλήξει αν η άποψη ότι «η κρίση μας κάνει πιο δημιουργικούς» ισχυεί, δεν είμαι βέβαιος. Από τη δική μας εμπειρία, θα έλεγα ότι ναι μεν μας έκανε να επιμείνουμε στο να είμαστε δημιουργικοί, να είμαστε ζωντανοί, αλλά προσέθεσε πολύ κόπο στην δημιουργία μιας παράστασης. Το ότι υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για έκφραση ισχύει, αλλά το αν υπάρχει περισσότερη έμπνευση… Περισσότερη ματαίωση βλέπω! Πέρα από τους πολύ πρακτικούς –οικονομικούς λόγους που δυσκολεύουν την όλη διαδικασία, είναι επίσης πολύ πιο δύσκολο για τους ανθρώπους που έχουν μια τόση βεβαρημένη καθημερινότητα, να ενεργοποιηθεί ο δημιουργός μέσα τους. Χρειάζεται περισσότερος χρόνος από ό,τι πριν. Το θέατρο χρειάζεται και ενθουσιασμό και η κρίση, προφανώς, δεν τον ευνοεί.

 

Πρόσφατα ανεβάσατε δύο έργα, ένα διάλογο και ένα μονόλογο. Για εσένα, ως σκηνοθέτη, τι καλλιτεχνική διαφορά έχουν μεταξύ τους;

Τον μονόλογο τον θεωρώ προϋπόθεση για το διάλογο. Δηλαδή αν δεν έχει υπάρξει μονόλογος δεν μπορούμε να έρθουμε σε διάλογο, και για αυτό το λόγο αυτό το εφαρμόζω και πρακτικά. Δηλαδή πριν ξεκινήσουμε να δουλεύουμε με τη Μάγια Ανδρέου, που έπαιξε το ρόλο του Μότσαρτ, πριν δουλέψουμε τον διάλογο, δουλέψαμε τους ρόλους μας ατομικά, ως μονόλογο. Για εμένα είναι απαραίτητη προϋπόθεση και αυτό το ακουλουθώ ακόμα και σε πολυπρόσωπα έργα. Ο κάθε ηθοποιός, πριν έρθει σε διάλογο έχει βρεθεί με τον εαυτό του και με το ρόλο του. Ακόμα και στο “Κλέφτικο”, που ήταν ένα ποίημα με τέσσερα πρόσωπα, οι ηθοποιοί είχαν δουλέψει το κείμενο και ως μονόλογο. Ο μονόλογος ενδυναμώνει τον ηθοποιό και τον κάνει λιγότερο εξαρτώμενο από τον άλλον. Δεν μας αφορά μόνο η αντίδραση σε αυτό που θα συμβεί σε σχέση με τον άλλο. Όταν ήδη έχει έρθει σε επαφή με το υλικό του, σε ένα μεγάλο βαθμό μπορεί να δράσει και μόνος του.

 

Παρουσίασες δύο παραστάσεις σε ένα ιδιαίτερο καλλιτεχνικό χώρο, στο υπόγειο του Bios. Αυτό επηρέασε τη δημιουργία των έργων;

Κάθε φορά συνδιαλεγόμαστε με το χώρο στον οποίο ανεβάζουμε ένα έργο. Ο συγκεκριμένος χώρος του υπογείου του Bios δεν είναι ένας ουδέτερος χώρος, έχει έντονα χαρακτηριστικά τα οποία, με διαφορετικό τρόπο, ταίριαξαν και αφομοιώθηκαν σε αυτές τις παραστάσεις. Τις εξυπηρέτησαν και ανέδειξαν και κάποια από τα ζητούμενα της σκηνοθεσίας.

 

“Μότσαρτ και Σαλιέρι, το Ρέκβιεμ” και “Ο Θεός Κυρίλοφ”. Γιατί παίχτηκαν την ίδια χρονική περίοδο;

Αυτό που συνέδεσε αυτές τις δύο παραστάσεις και παρουσιάστηκαν μαζί, πέραν του θέματος του φόβου του θανάτου και της υπέρβασής του, που υπάρχει με διαφορετικό τρόπο και στις δύο, έχει να κάνει και με κάποια αποτελέσματα της έρευνάς μας πάνω στο θέμα της “τελετουργίας” του θεάτρου. Υπάρχουν και στις δύο παραστάσεις αντίστοιχα χαρακτηριστικά, όπως και η προσέγγιση που αφορά σε μια πιο σφαιρική αντιμετώπιση των θεμάτων και στην ανάδειξη των “μεταφυσικών” διαστάσεων στα οποία αναφέρονται.