Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τσιάμης συναντά τον συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη με αφορμή την πρώτη τους συνεργασία για το ανέβασμα του μονολόγου Τέχνη και μας μεταφέρει τις σκέψεις του συγγραφέα, αντιστοιχώντας τις με φράσεις-θραύσματα του έργου.
Για τον Δημήτρη Δημητριάδη το θέατρο είναι ο μηχανισμός της αλήθειας. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που το έργο του παραγκωνίστηκε για δεκαετίες. Ευτυχώς σήμερα η συνθήκη αυτή έχει αλλάξει, καινούργια ή και παλαιότερα έργα του συγγραφέα ανεβαίνουν όλο και συχνότερα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Συναντηθήκαμε με τον Δημήτρη Δημητριάδη στη Θεσσαλονίκη. Σκοπός της συνάντησής μας ήταν να συζητήσουμε για τον μονόλογο Τέχνη, για τον οποίο έκανα ήδη αρκετό διάστημα πρόβες για το ανέβασμά του στο Bios από τις 24/11. Η συζήτηση με αφορμή τον μονόλογο, όπως ήταν φυσικό, επεκτάθηκε ευρύτερα σε θέματα της ζωής και της τέχνης. Μεταφέρω εδώ ένα μέρος των σκέψεων του συγγραφέα για τον μονόλογο Τέχνη και για όλα τα ζητήματα που απορρέουν από αυτόν, αντιστοιχώντας τα λόγια του συγγραφέα με φράσεις μέσα από το κείμενο.
«Να μπορέσεις να πεις ακριβώς αυτά που θέλεις να πεις. Ακριβώς αυτά… Αν δεν μπορέσεις, μάταια όλα. Άσκοπα. Κουτά».
Ο μονόλογος Τέχνη και οι άλλοι μονόλογοι της ενότητας αυτής (σ.σ. Λήθη και άλλοι τέσσερις μονόλογοι) είναι οριακοί. Σε κάθε μονόλογο τίθεται ένα ζήτημα στην οριακή του διάσταση και ανυποχώρητα. Δεν πρόκειται για έναν μονόλογο που αφορά ένα γεγονός, δηλαδή μια κατάσταση που μπορεί να αναπαρασταθεί, αφορά ένα ζήτημα ζωής. Είναι η ζωή σε κατάσταση κρίσης και θέτει το ζήτημα του τι έχει γίνει έως εδώ και τι μπορεί να γίνει πέρα απ’ αυτό. Έτσι όπως τίθενται τα ζητήματα στον μονόλογο, δεν σηκώνουν ημίμετρα. Είναι απολύτως ακραίος.
«Σήμερα έκαψα ό,τι είχα φτιάσει σε όλη μου τη ζωή. Δεν θέλω να μείνει τίποτα από μένα».
Μόνον καίγοντας τα πάντα μπορεί να κάνει την υπέρβαση. Διότι θεωρεί πως ό,τι έκανε ανήκει στο περιορισμένο, στο μη ικανοποιητικό. Στην Τέχνη έχουμε μια θυσία, μια αυτοθυσία. Υπάρχει ένα στοιχείο ολοκαυτώματος. Μπορεί να παραπέμπει και σε άλλες καταστροφές. Είναι μια διαδικασία αυτοκαταστροφής, αλλά έχει και στοιχεία λυτρωτικά και εξαγνιστικά. Είναι μια λύτρωση αυτή η έκθεση του προσώπου που μιλάει. Νομίζω ότι την έκθεση, το να εκτίθενται οι αλήθειες, δεν το ακολουθούμε, αλλά το αποφεύγουμε και το απαγορεύουμε, αν θες και το διώκουμε. Ζούμε στην απόκρυψη, γι’ αυτό ζούμε και μίζερα. Κάθε μονόλογος της ενότητας αυτής αποτελεί μια κατάρριψη του ψεύδους. Με τον τρόπο που εκτίθεται αυτό το πρόσωπο, είναι σαν να λέει κάντε το ίδιο, δίνει ένα παράδειγμα, λέει υπερβείτε, όχι μόνο τα όρια σας, διότι τα όρια είναι και κάτι πολύ ακραίο, μιλάμε τώρα και για πιο συμβατικές καταστάσεις, με νέες μετριότητες, με νέες αθλιότητες, λέει υπερβείτε την αθλιότητά σας. Αυτό το πράγμα που σας κάνει μικρούς και λίγους. Υποστηρίξτε κάποιο μεγαλείο μέσα σας, τολμήστε και, βέβαια, αποδεχθείτε.
«Όλη η ζωή μου μια προσπάθεια να μην παραδεχθώ ότι δεν άξιζε να μείνει τίποτα από μένα».
Νομίζω ότι πρόκειται για ένα πρόσωπο που είναι βαθιά θιγμένο από τη μετριότητα, από την έλλειψη μεγαλείου γύρω του, όχι μόνο γύρω του, αλλά και σε αυτό που έκανε ο ίδιος. Δηλαδή έχει συναίσθηση αυτού που επιθυμούσε και επιδίωκε και του αποτελέσματος της δουλειάς του. Δεν ξέρουμε τι ήταν αυτό, κατά την κρίση του ήταν ασήμαντο, μπορεί αντικειμενικά και να μην ήταν, αλλά κρίνει ότι δεν ήταν αρκετό. Αυτό όμως δίνει, αν θες, ένα μήνυμα, μην αρκείστε σε τίποτα, αναιρέστε τον εαυτό σας, αναιρέστε την αυταρέσκεια, τη φιλαρέσκεια, καταρρίψτε αυτό που σας κάνει και μόνο, και να είστε ο ίδιος αυτό που είστε.
Επειδή στον μονόλογο τίθεται ένα ζήτημα που αφορά τα όρια, μπορεί να σημαίνει και ότι δεν είναι μόνο για την τέχνη που μιλάει, δηλαδή μπορεί να καίει τη ζωή του την ίδια, να καίει αυτό που είναι ο ίδιος, τον εαυτό του. Έρχεται σε αυτό το σημείο αυτογνωσίας και κάνει αυτή τη διαγραφή. Είναι μια αναθεώρηση. Λέμε σήμερα λόγω της κρίσης ότι η κρίση μάς βάζει ενώπιον των εαυτών μας, μας κάνει να σκεφτούμε ποιοι είμαστε, να αναθεωρήσουμε πράγματα, ότι δεν είναι μόνο οικονομική. Στον μονόλογο αυτό τίθεται η κρίση όχι ως οικονομική, αλλά ως κρίση άλλη. Πρόκειται για μια κρίση αξιών, τι καταφέραμε, τι είναι αυτό που μας καθοδηγεί, τι είναι αυτά στα οποία πιστεύουμε, τι είναι οι αλήθειες μας, τι κάνουμε με αυτά που μάθαμε ή τι είναι αυτά που μάθαμε έως τώρα.
«Έχω φτάσει στο τέλος της ζωής μου, αλλά δεν έχω φτάσει πουθενά».
Για να φτάσει να μιλήσει κανείς έτσι, όπως στον μονόλογο αυτό, έχει διανύσει μια ολόκληρη πορεία ζωής, κάτι που δεν συνέβαινε πραγματικά. Θα πρέπει να το πούμε και αυτό, είναι γραμμένοι πριν από 20 χρόνια οι μονόλογοι, δεν ξέρω αν θα ήταν δυνατόν να συμβεί αυτό αν δεν ήταν να συμβεί γραπτώς. Εγώ ο ίδιος δεν είμαι ως άνθρωπος αυτό που είμαι ως συγγραφέας. Δεν μπορώ να πω δηλαδή ότι ως άνθρωπος ήμουν τόσο προχωρημένος όσο ως συγγραφέας. Η τέχνη πολλές φορές υπερβαίνει ή δίνει τη δυνατότητα για επίπεδα που δεν σου τα επιτρέπει η ζωή. Ένας πίνακας του Bacon είναι πιο προχωρημένος από την ίδια τη στιγμή στην οποία βρισκόταν ο Bacon όταν τον ζωγράφιζε. Άρα εκεί και το ίδιο το αποτέλεσμα έχει κάτι το απερινόητο, είναι πέρα από τα όρια της ζωής, είναι υπερβατικό και για τον ίδιο τον δημιουργό του.
«Το απερινόητο είναι ιδιότητα κατ’ εξοχήν της τέχνης».
Tο απερινόητο υπερβαίνει τα όρια του κατορθωτού και του υλοποιήσιμου, δηλαδή, ακόμα και αν υλοποιηθεί κάτι, στην πραγματικότητα το απερινόητο παραμένει ακέραιο, άρα η συνειδητοποίηση του απερινόητου οδηγεί σε μια συνειδητοποίηση των ανθρώπινων ορίων. Αν η τέχνη είναι κάτι όντως το απερινόητο, το ασύλληπτο, το απεριόριστο, τότε τίθενται αυτομάτως και τα όρια εκείνου ο οποίος αναλαμβάνει να το συλλάβει και να το υλοποιήσει.
«Υπήρξα άνθρωπος σωματικός… Μπόρεσα όσο μπόρεσα».
Δεν πρόκειται για ένα αφηρημένο άτομο καθόλου. Το αντίθετο κιόλας, αυτό που λέει για το σώμα είναι μια σωματικότητα επί σκηνής. Στην αναφορά αυτή θέλει να τονιστεί το συγκεκριμένο, γι’ αυτό μιλάει και για το σώμα εκεί, για να μη φανεί ότι αυτός ο άνθρωπος κάνει ό,τι κάνει για ιδέες. Διότι δεν το κάνει για κάποιες αφηρημένες αρχές. Μιλάμε για μια αίσθηση των ορίων με την έννοια της θνητότητας, ότι είμαστε θνητοί, ότι είμαστε παροδικοί. Είναι βασικότατο αυτό και το ξεχνάμε για λόγους θα έλεγα ιδεολογικούς ή μεταφυσικούς ή θρησκευτικούς, ότι είμαστε θνητοί, εκ των πραγμάτων έχουμε όρια και είμαστε προορισμένοι να ζήσουμε μέχρι κάποιο ορισμένο σημείο και μετά να τελειώνουμε. Το «άνθρωπος σωματικός» αυτό λέει, δηλαδή ότι έχω επίγνωση ότι είμαι θνητός. Τίθεται το θέμα τι χρόνο έχω στη διάθεσή μου, έχω ένα σώμα, το οποίο έχει μια αρχή και θα έχει και ένα τέλος, αυτό παίζει τεράστιο ρόλο και στο πώς βλέπουμε τα πράγματα γενικότερα. Στη δική μου συγγραφική λειτουργία οπωσδήποτε. Το θεωρώ εντελώς αυτονόητο και πολλές φορές το θεωρώ περιττό να το λέω και να το ξαναλέω, επανέρχομαι όμως συχνά, διότι απέναντί μου βρίσκω μια κατάσταση άγνοιας ή ηθελημένης αγνόησης ότι θα πεθάνουμε, ότι είμαστε θνητοί. Άρα το να φτάνει στο σημείο αυτό το πρόσωπο του μονολόγου, να καίει κάτι το οποίο δημιούργησε ο ίδιος, σημαίνει ότι ομολογεί πως μόνο έως εκεί μπορούσε, αναγνωρίζει τις δυνατότητές του ως πεπερασμένες. Η έννοια του πεπερασμένου είναι η βάση όλων για μένα.
«Μόνον αισθήσεις είμαστε, κι αυτό είναι πολύ. Διαφέρουν από τον έναν στον άλλον, αλλά όλοι μόνον αισθήσεις είμαστε».
Πιστεύω πως αυτός ο μονόλογος έχει και μια διδακτική μεριά. Λέει ξυπνήστε, δεν είστε αυτό που σας λένε ότι είστε. Όλοι πρέπει να τον δουν με ανοιχτά μάτια. Διότι δεν οδηγεί στην ταπείνωση, οδηγεί στην ταπεινότητα.
«Στάχτες… Μόνον αυτές μου αξίζουν».
Αυτοί οι πέντε μονόλογοι της Λήθης έχουν έναν ζοφερό πυρήνα, ο οποίος όμως με το ότι εκτίθεται φωτίζεται, αλλάζει, μετουσιώνεται.
«Ω Τέχνη μεγάλη του ανέμου, σκύψε πάνω στις στάχτες μου και ύψωσέ τες εκεί όπου δεν μπορεί κανείς να βρει ποια ήταν η προέλευσή τους».
Η εικόνα του ανέμου, ας πούμε με την επίκληση που κάνει, είναι σαν να έρχεται το ίδιο το σύμπαν, η φύση, και να αναλαμβάνει να τις εντάξει στον εαυτό της. Είναι, δεν μπορώ να το πω αλλιώς, μια επαναφορά στη Μητέρα Φύση, που σημαίνει σε μια αρχέγονη δύναμη, σε μια πλευρά που είναι πέρα από τη συγκεκριμένη περίπτωση του ανθρώπου, που παίρνει κοσμικές διαστάσεις.
«Για πρώτη φορά μιλώ και τελευταία».
Αυτά τώρα τα κείμενα υποτίθεται πως είναι μονόλογοι, στην πραγματικότητα είναι συναντήσεις. Είναι πέντε μονόλογοι όπου κάποιος μιλάει, αλλά δεν μιλάει στον εαυτό του. Κάποιοι είναι απέναντι, μιλάει σε κάποιους, εξομολογείται, εκτίθεται. Αυτό γιατί υπολειτουργεί σε τέτοιο βαθμό στις μέρες μας; Γιατί υπολειτουργεί σε βαθμό μηδενικό σχεδόν; Όλοι κρυβόμαστε, φοβόμαστε, λέμε άλλο από αυτό που θέλουμε να πούμε, δεν δεχόμαστε τον άλλο με τίποτα και, βέβαια, αυτό που κάνουμε είναι να δίνουμε το τίποτα στον άλλον.
«Τους αναγνωρίζετε; Εγώ τους αναγνωρίζω. Δεν τους αναγνωρίζετε;… Τώρα θα τους αναγνωρίσετε».
Οι μονόλογοι αυτοί καταρρίπτουν το αυτονόητο. Δημιουργούν μια άλλη συναλλαγή. Αυτό ίσως δίνει και στη σκηνική τους απόδοση μια διάσταση τελετής. Γιατί αυτοί που έρχονται είναι συμμέτοχοι, ο ίδιος ο μονόλογος δεν τους αφήνει στο να είναι μόνο θεατές. Είναι μια διαδικασία μύησης δηλαδή. Έχει έναν χαρακτήρα ότι έρχεστε εδώ και υπονοείται ότι δεν θα φύγετε ίδιοι μετά, ή μάλλον αυτό είναι πολύ μεγάλο για να γίνει, θα ακούσετε όμως ή θα σας συμβεί κάτι που δεν θα φύγετε με τον ίδιο τρόπο όπως ήρθατε.
«Υπάρχουν κάποιες ιδιότητες που τις έχουν σφετεριστεί άλλοι χώροι, οι ιδιότητες όμως αυτές ανήκουν δικαιωματικά και ίσως αποκλειστικά στην τέχνη».
Εδώ τίθεται και το θέμα του θεάτρου, τι είναι το θέατρο. Για μένα το θέατρο πρέπει να αντικαταστήσει την εκκλησία. Όχι με θρησκευτικούς όρους, αλλά με μυητικούς. Πρέπει να αποτελέσει ψυχαγωγία, χρησιμοποιούμε τη λέξη ψυχαγωγία με όρους διασκέδασης, όμως αυτό πρέπει να γίνει, να γίνει ψυχαγωγία. Καμία άλλη γλώσσα δεν έχει τη λέξη αυτή. Δεν είναι καταπληκτική λέξη αυτή; Αυτό πρέπει να είναι το θέατρο, και δεν είναι. Είναι δηλαδή, αλλά σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις. Όταν γίνεται, αισθάνεσαι ότι έχεις συμμετάσχει σε ένα γεγονός. Και βέβαια είναι ο μόνος χώρος που έχει μείνει όπου μπορούν να ειπωθούν τα πράγματα με το όνομά τους. Θα έλεγα ότι είναι ο χώρος της αλήθειας με τον τρόπο του. Στο θέατρο μόνο λέμε την αλήθεια, όχι με τη μέθοδο του ψεύδους, αλλά με τη μέθοδο της επινόησης. Είναι ο μηχανισμός της αλήθειας, αυτό είναι.
«Τώρα θα είναι το τελευταίο και θα το πω.
Έτσι θα το πω. Με τις στάχτες μου».
Μπορούμε να πούμε έτσι χοντρικά ότι μιλάει για ένα τέλος. Μιλάει για ένα τέλος όμως ή μήπως αυτό είναι όλο ένας πρόλογος για μια άλλη αρχή;
«Δεν λέω τις λέξεις που πρέπει να πω, άλλες λέξεις λέω».
Οι λέξεις που λέγονται δεν φτάνουν για να το πουν.
του Δημήτρη Τσιάμη
Photos Ηλιάνα Μεϊντάνη
*Στο 2ο μέρος της συζήτησης που θα δημοσιεύσουμε σε λίγες μέρες θα διαβάσετε μια πιο εκτενή παρουσίαση της συζήτησης με τον Δημήτρη Δημητριάδη με αναφορές στα ζητήματα που κυριαρχούν στα έργα του (ταυτότητα, ανθρώπινες σχέσεις, θνητότητα κ.τ.λ.) καθώς και στην πρόσφατη έκδοση του πέμπτου τόμου του έργου Η Ανθρωπωδία- Μια ατελής χιλιετία (εκδ.Σμίλη).
Ο μονόλογος Τέχνη του Δημήτρη Δημητριάδη παρουσιάζεται στο Bios (Πειραιώς 84) έως 1/1/2017 κάθε Πέμπ.-Κυρ. σε σκηνοθεσία-ερμηνεία Δημήτρη Τσιάμη.
Βοηθοί σκηνοθέτη-θεατρολόγοι: Ειρήνη Δένδη, Δημήτρης Μπαμπίλης.
Ηχητική εγκατάσταση-Μουσική: Λάμπρος Πηγούνης.
Κινησιολογική επιμέλεια: Ελένη Χατζηγεωργίου.
Σκηνογραφία: Όλγα Μπρούμα.
Ενδυματολόγος: Μαντώ Σταματίου.
Κατασκεύη μάσκας: Ειρήνη Αμπουμόγλι.
Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης.
Ευχαριστώ τη θεατρολόγο Ειρήνη Δένδη για την απομαγνητοφώνηση της συζήτησης.
©The Machine