Γράφω απόψε ανεπίσημα, Μαρία. Κρυφά από τα δάχτυλά μου. Αν το μάθουν, θα κλειστούν στις τσέπες μου παντοτινά.

Είναι περίεργη αυτή η Κυριακή. Η Έλσα σερβίρει παστίτσιο μ’ ένα ακρωτηριασμένο κερασάκι στην κορυφή της μπεσαμέλ.

Ο Σπύρος επιμένει πως η τζαζ του φέρνει υπνηλία.

Η Χαρά υποφέρει στο διπλανό δωμάτιο. Χωρίς να ξέρει γιατί. Κλαίει, μια ώρα την ημέρα, για να κρατά τη θλίψη της σε φόρμα.

Σ’ αγάπησα τρείς φορές μέχρι το μεσημέρι. Μετά αφέθηκα, στην ηδονή της μοναξιάς. Μ’ αρέσει πού και πού να κρατώ παρέα στον εαυτό μου.

Κυριακή απόγευμα. Κάθε εβδομάδα το ίδιο λάθος.

Στο επάνω πάτωμα, ο χρόνος θερίζει αδιακρίτως. Ρυτίδωσε το πιάνο των γειτόνων. Οι νότες κατεβαίνουν γερασμένες. Ό,τι αγγίζουν γεμίζει λύπη. Ό,τι έχω αγγίξει, μου λείπει. Αν συνεχίσω έτσι, θα ξοδέψω όλη μου τη νοσταλγία σε ένα απόγευμα.

Στην γκαρσονιέρα του ισογείου είναι κιόλας Δευτέρα.