Η φράση αυτή αποτελεί παρηγοριά πλέον, πανάκεια αν θες. Όχι πραγματικότητα.

 

Η πραγματικότητα μου είναι πιο άσχημη κι από το γερασμένο μου πρόσωπο. Με δυσκολία σηκώνω το πονεμένο μου σώμα από το κρεβάτι. Με τα χίλια ζόρια πηγαίνω στην τουαλέτα. Όλη η καθημερινότητα μου, ένα ακατάσχετο μαρτύριο από την αρχή μέχρι το τέλος. Χάπια, κατούρημα, χάπια, κατούρημα, αλκοόλ, ύπνος. Μοναξιά ενδιάμεσα, πολλή μοναξιά. Τα γυαλιά μου θολά και τα μάτια μου κουρασμένα. Επίτηδες δεν τα καθαρίζω. Με δυσκολία την αντικρίζω τούτη την πραγματικότητα. Αν την φανταζόμουν έτσι; Ούτε κατά διάνοια.

 

Ο γιατρός είπε ότι η κατάσταση μου χειροτερεύει κι αυτό μου έδωσε κουράγιο, ίσως, ίσως να φύγω νωρίτερα απ’ ότι υπολόγιζα. Ένας σκάρτος άνθρωπος λιγότερο σ’ αυτήν την σάπια κοινωνία. Το δώρο μου στην ανθρωπότητα.

 

Άλλωστε ποιος θα το καταλάβει; Kανείς. Εκείνα τα παλιόπαιδα απέναντι που παίζουν μπάλα τα πρωινά και με αποκαλούν τρελόγερο; Ίσως η σκυλίτσα μου, η Τιτινούλα μου. Μπα, καλή συμφεροντολόγα κι αυτή. Μόνο για να την ταΐσω πλησιάζει. Κατά τ’ άλλα γαυγίζει όλη μέρα σα λυσσασμένη. Όλα της φταίνε κι αυτηνής. Όμοιος τον όμοιο γέρο… Καλό κουμάσι ήσουν κι εσύ γέρο… Μόνος θα πεθάνεις…Γέρο.

 

Οι φωνές στο κεφάλι μου δε σωπαίνουν ποτέ. Λες και όλα τα κακά του κόσμου, εγώ κληρώθηκα να τα πληρώσω. Δεν πιστεύω και στον θεό για να ζητήσω από κάπου τα ρέστα. Να αρχίσω να κλαίγομαι σαν ένας άλλος Βασιλάκης Καΐλας ότι η Ζωή με αδίκησε, πως δεν μου ήρθαν τα πράγματα βολικά και άλλα τέτοια. Μπούρδες… Τίποτα δεν έρχεται από μόνο του, αν δεν το καλέσεις. Τόσο ξεχωριστός είσαι νομίζεις; Χαχαχαχα καημένε… Έχω ένα μπουκάλι ξινισμένο κρασί. Αν είναι να πεθάνω, ας είναι από το γαμημένο το αλκοόλ, όχι από τη μοναξιά.

 

Κάποτε, ήταν μοναχικότητα. Μοναξιά από επιλογή την αποκαλούσα. Και τη λάτρευα όσο τίποτα άλλο. Από παρέες, είχα πάντα τις καλύτερες, όταν το επιθυμούσα. Αλκοόλ, τσιγάρα, εκλεκτές παρουσίες… Σκορπούσα τις στιγμές σαν τα λεφτά μου. Είχα μπόλικα τότε και δεν με ένοιαζε. Όταν την μοναξιά δεν την επιλέγεις εσύ αλλά σε επιλέγει αυτή, σκούρα τα πράγματα δικέ μου. Κι όταν δεν έχεις φιλιώσει με το μέσα σου, μην περιμένεις τίποτα από κανέναν. Οι μισοί μου φίλοι έφυγαν νέοι. Οι υπόλοιποι με ξέγραψαν. Κι όλες οι γκόμενες που είχα είναι τώρα παντρεμένες με παιδιά κι οι πιο ώριμες με εγγόνια. Εγώ τα μόνα που απέκτησα μετά από τόσα χρόνια είναι ένα μπάσταρδο σκυλί και ο προστάτης.

 

Είμαι ένας αλκοολικός τρελόγερος που ούτε ο Χάρος δεν τον θέλει. Πώς να ναι άραγε κι αυτός; Να μου φέρνει; Αρρωστιάρης, σκυθρωπός και προκαλεί απέχθεια. Σίγουρα μοιάζουμε. Ίσως να έχουν δίκιο το παιδιά. Δεν είναι αργά.. Αύριο, θα αγοράσω καραμέλες να τα κεράσω μπας και τα καλοπιάσω. Άλλωστε, εγώ στα νιάτα μου ήμουν χειρότερος από δαύτα. Ίσως να πάρω και καμιά ωραία κονσέρβα της Τιτινούλας, έχει στουμπώσει η δύσμοιρη με τόσο βρεγμένο παξιμάδι και μου γεμίζει κουραδίτσες το σαλόνι. Θα πάρω κι ένα ουίσκι από τα καλά. Μπορεί και να τηλεφωνήσω του Σταμάτη, ας πάνε στην ευχή τα παλιά, με το ένα πόδι στον τάφο είσαι ρε βρωμόγερε, θα του πω. Άντε έλα να πάμε για τσίπουρα. Ποτέ δεν είναι αργά.

 

Βέβαια, μπορεί η Ζωή να έχει διαφορετικά σχέδια για μένα. Μπορεί και να σταθώ τυχερός και μαζί όλος ο κόσμος που είναι υποχρεωμένος να με ανέχεται. Κι αυτό θα είναι τεράστια ανακούφιση για μένα, γιατί θα φύγω μόνος, μαζί με τον εγωισμό μου. Ποιος ξέρει… Μπορεί αύριο να μην ξυπνήσω. Μακάρι να μην ξυπνήσω. Για σήμερα, ας πιω.

 

Στην υγειά αυτών που έζησαν και πέθαναν μονάχοι.